11 Οκτωβρίου 2010

Qui tacet consentit*: Η συνείδηση των στενοχωρημένων

Θεόδωρος Κουτρούκης


«Μαζί τα φάγαμε» δήλωσε πρόσφατα υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος επιχειρώντας να κατανείμει τις ευθύνες για την εκτόξευση του δημόσιου χρέους και τα φαινόμενα διασπάθισης του δημόσιου χρήματος.

Εκ πρώτης όψεως η διαπίστωση αυτή δεν φαίνεται παράλογη. Μια αναδρομή στις προσωπικές διαδρομές ζωής των Ελλήνων πείθει για μια κάποια συνενοχή των πολιτών στην πανθομολογούμενη σήψη της νεοελληνικής κοινωνίας: Όλοι κάποτε πληρώσαμε έναν ελεύθερο επαγγελματία χωρίς απόδειξη, παραλείψαμε να ζητήσουμε απόδειξη από μία ταβέρνα, άλλοτε δώσαμε φιλοδώρημα σε αρμόδιο κρατικό λειτουργό ή αγοράσαμε ακίνητο και πληρώσαμε φόρο μόνο για την αντικειμενική αξία, μερικοί από εμάς χειριστήκαμε τα συνταξιοδοτικά μας ζητήματα αξιοποιώντας επιδέξια τα παράθυρα της διάτρητης νομοθεσίας, ενώ θα θυμόμαστε μερικές περιπτώσεις στις οποίες γράψαμε συνταγές στο βιβλιάριο ασθενείας μας για φάρμακα που χρειαζόταν κάποιος άλλος.
Αυτός ο φαύλος κύκλος έχει προ πολλού εγκαθιδρύσει μια κοινωνική συνενοχή, μια «κοινωνία των κολλητών, στην οποία η ανοχή προς την παρανομία προέρχεται ουσιαστικά από την ανοχή προς τον εαυτό μας.
Επομένως, μετά τη μεταπολίτευση σταδιακά οδηγηθήκαμε σε μια κοινωνία όπου κυριάρχησε η ασυδοσία, ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός, η καλοπέραση με δανεικά, το βόλεμα δια των κομματικών ημετέρων, η απαξίωση κάθε αξιολογικής διαδικασίας, η κατασπατάληση δημόσιου χρήματος, η μίζα και η αδιαφορία την πνευματική καλλιέργεια.

Η ευθύνη της πολιτείας στη διαμόρφωση του δυσώδους τέλματος δεν ήταν διόλου αμελητέα: Καταρχήν, περιέβαλε με μια νομιμοφάνεια, δηλ. μια γραφειοκρατική προσομοίωση νομιμότητας, όλα αυτή την κατάσταση. Έπειτα εισέφερε στη διαφθορά προσδίδοντας της συστημικό χαρακτήρα και διευκολύνοντας την τροφοδοσία της με δημόσιο η/και βρώμικο χρήμα. Πολλοί από τους ποικιλόχρωμους αξιωματούχους που θήτεύσαν σε θέσεις ευθύνης του κρατικού μηχανισμού συνέδεσαν τη θητεία τους με την
ανικανότητα, τη φαυλότητα, το ρουσφέτι, τη δωροληψία και τη μίζα και με την εν γένει στάση τους συντέλεσαν αποφασιστικά ώστε η πολιτική διαφθορά να μετατραπεί σε «κανονική συνθήκη». Το πολιτικό προσωπικό κολάκεψε τους πολίτες, εξέθρεψε το ναρκισσισμό, εκμαύλισε τα ήθη και πρόσφερε συμμετοχή στη διαφθορά. Η πολιτεία εμφανώς ανυπόληπτη και γενικά αδιάφορη για την γενικευμένη παραβίαση νόμων ενθάρρυνε τη φοροδιαφυγή, την
ex post νομιμοποίηση κάθε παρανομίας, την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων των υπαλλήλων. Ακόμη, μετέθετε διαρκώς την επίλυση των καίριων προβλημάτων στο μέλλον και υπέθαλψε το χυδαίο λαϊκισμό, την ψηφοθηρία, τον καιροσκοπισμό και τη θεσμική ατροφία. Η γνήσια συμμετοχή στα κοινά ατρόφησε και το πολίτευμα εκφυλίστηκε.
Μέσα σε όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό υπάρχει ελπίδα; Αν ναι, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στις δημιουργικές δυνάμεις της νεοελληνικής κοινωνίας, τις ανεξάρτητες φωνές και κυρίως σε όλους εκείνους που θλίβονται βαθιά από τα δεινά της χρεοκοπημένης χώρας. Η ελπίδα για την Ελλάδα που ονειρευτήκαμε το 1974 ζει στη συνείδηση των στενοχωρημένων.

(Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου) * [Ο σιωπών συναινεί]