9 Οκτωβρίου 2010

Σε καφέ-εστιατόρια το 10% των οικογενειακών δαπανών

Λίγο πριν από την «ελληνική κρίση» οι πολίτες στη χώρα μας ξόδευαν κάθε μήνα το 10% του οικογενειακού τους προϋπολογισμού σε καφενεία και εστιατόρια. Η συγκεκριμένη δαπάνη βρίσκεται στο Νο 1 του top-10 των μεγαλύτερων δαπανών των νοικοκυριών στην Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών του 2008 που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Είναι χαρακτηριστικό ότι σε τέσσερα μόλις χρόνια, από το 2004 ως το 2008, οι δαπάνες των νοικοκυριών για «καφενεία, εστιατόρια και ξενοδοχεία» αυξήθηκαν κατά 33,4%, περισσότερο από κάθε άλλη κατηγορία δαπανών! Παρά ταύτα το 2008 ο καφές συνοδεύτηκε με λιγότερα τσιγάρα σε σύγκριση με το 2004 (η δαπάνη για προϊόντα καπνού κατέγραψε μείωση), ενώ αλλαγή στις διατροφικές μας συνήθειες αποκαλύπτει η μείωση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών. Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει τη μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου των Ελλήνων λίγο προτού γίνουν αισθητά τα σημάδια της ύφεσης στην οικονομία. Το 2008, χρονιά όπου οικονομία υποτίθεται ότι ήταν «θωρακισμένη» απέναντι στην κρίση, σηματοδοτεί τον επίλογο της δεκαπενταετίας 1993-2008, πριν από τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Το 2008 η μεγαλύτερη δαπάνη, κατά μέσον όρο, είναι για εστιατόρια και καφενεία και ακολουθούν οι δαπάνες για είδη ένδυσης, αυτοκίνητα, υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, κρέας, καύσιμα, λιπαντικά αυτοκινήτου, καπνό κτλ. Παράλληλα το μικρότερο μέρος των δαπανών αφορά την εκπαίδευση.

Η κατανάλωση (βασισμένη εν πολλοίς στον δανεισμό) άγγιξε «ταβάνι». Το 2008 η μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανήλθε σε 2.117 ευρώ καταγράφοντας αύξηση 18,2% σε σύγκριση με το 2004. Ωστόσο ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης την τετραετία 2004-2008 ήταν μικρότερος (ανεκόπη σχεδόν στο μισό) σε σύγκριση με τον ρυθμό αύξησης την αμέσως προηγούμενη τετραετία. Σύμφωνα με την έρευνα, το διάστημα 2004-2008 η αύξηση σε πραγματικούς όρους, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβολή των τιμών, ανήλθε σε 6,8%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών για την περίοδο 1998-2004 ανήλθε σε 12,2%. Η κατανομή των δαπανών το διάστημα 2004-2008 αποκαλύπτει τη μετατόπιση των εξόδων για διατροφή και για ένδυση- υπόδηση προς τις δαπάνες που αφορούν ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, στέγαση και μεταφορές. Σε ποσοστά επί του μέσου όρου δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, το σχετικά μεγαλύτερο μέρος αφορά είδη διατροφής (16,4%) και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές (13,4%), για ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (10,9%), ενώ το μικρότερο μέρος των δαπανών αφορά την εκπαίδευση (3,1%).

Η μεγαλύτερη άνοδος από το 2004 ως το 2008 καταγράφεται στις δαπάνες για ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφενεία (+33,4%) και για στέγαση- ενοίκιο, ηλεκτρισμός, ύδρευση κτλ.(+30,2%),

ενώ μείωση καταγράφεται μόνο στις δαπάνες για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό, η οποία οφείλεται στις δαπάνες για τσιγάρα, και ανέρχεται σε 4,4%.

Οι μηνιαίες ποσότητες ειδών διατροφής που καταναλώθηκαν παρουσιάζουν πτωτική τάση το 2008 σε σύγκριση με το 2004, εκτός των ζυμαρικών (+12,0%) και του κρέατος (+1,4%). Η μεγαλύτερη πτώση καταγράφεται στα προϊόντα αρτοποιίας (15,9%) και στο γιαούρτι (13,4%).

Από το 2004 ως το 2008 καταγράφεται σημαντική αύξηση από 34% σε 42% των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +25,9%), αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών που διαθέτουν τουλάχιστον ένα κινητό τηλέφωνο (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +16,6%) και αύξηση από 9% σε 13,6% των νοικοκυριών που διαθέτουν χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +54%). Παράλληλα καταγράφεται μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν εξοχικά (3,3%) και σταθερό τηλέφωνο (6,4%).

Παρά την αύξηση της κατανάλωσης οι ανισότητες παραμένουν. Η μέση μηνιαία κατανάλωση των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 27,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 30,4% του οικογενειακού τους προϋπολογισμού σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 15,5%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κτλ.) οι δαπάνες για υγεία ανέρχονται σε 8,3% του οικογενειακού προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών σε 6,6%.

Τέλος, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 19% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνονται υπόψη μόνο η καταναλωτική δαπάνη με τρόπο κτήσεως αγορά, ενώ μειώνεται στο 16% του πληθυσμού, όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες.

Περισσότερα αυτοκίνητα
Η ανοδική πορεία της αγοράς αυτοκινήτου από το 2004 ως το 2008 αποτυπώνεται στην αύξηση κατά 11,5% του αριθμού των ιδιωτικών αυτοκινήτων που κατέχουν τα νοικοκυριά και στην αύξηση (+2,5%) του αριθμού των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ. Το ποσοστό των νοικοκυριών με ένα τουλάχιστον ιδιωτικό αυτοκίνητο σημείωσε την ανωτέρω τετραετία οριακή αύξηση από 66,6% σε 66,9%.

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=16&artId=359570&dt=09/10/2010#ixzz11qv2CcI3