Την απόφαση έλαβε ήδη -ύστερα από εισήγηση του διοικητή Ηλ. Κικίλια- η διοίκηση του ΟΑΕΔ επικαλούμενη «τα σημάδια της οικονομικής ύφεσης» και το γεγονός ότι «ο Τουρισμός και η απασχόληση σε αυτόν δέχεται ισχυρό πλήγμα λόγω της μείωσης του τουριστικού ρεύματος».
Σύμφωνα με την απόφαση, το νέο πρόγραμμα θα υποστηρίξει την επαναπρόσληψη έως 50.000 ανέργων σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εποχικής και συνεχούς λειτουργίας. Η σχετική δαπάνη υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 25 εκατ. ευρώ και θα επιβαρύνει τον αλληλόχρεο λογαριασμό ΙΚΑ - ΟΑΕΔ (συμψηφισμός του κόστους της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών με μέρος του χρέους που έχει το ΙΚΑ έναντι του ΟΑΕΔ).
Προϋποθεσεις
Στο πρόγραμμα μπορούν να ενταχθούν, υποβάλλοντας ηλεκτρονικά αιτήσεις, οι επιχειρήσεις του κλάδου με άδεια λειτουργίας του ΕΟΤ που θα επαναπροσλάβουν με το ίδιο καθεστώς εργασίας όλους όσους απασχολούσαν το Μάιο του 2010 (και τον Μάιο του 2009) καθώς και τον Σεπτέμβριο του 2009.
Την επιχορήγηση μπορούν να αξιοποιήσουν, ακόμη, οι νέες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις για το εποχικό προσωπικό τους εφόσον το Σεπτέμβριο θα απασχολήσουν τον ίδιο αριθμό προσωπικού που απασχολούσαν το Μάιο.
Δεν θα γίνονται δεκτές, ωστόσο, αιτήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος από προβληματικές επιχειρήσεις (όσες έχουν απολέσει πάνω από το μισό του κεφαλαίου τους, παρουσιάζουν μεγάλες ζημιές και μείωση του κύκλου εργασιών, αυξανόμενη δανειοληψία και χρέη). Οι επιχειρήσεις θα ελέγχονται και θα υποχρεούνται να τηρούν τα έγγραφα και τα στοιχεία τουλάχιστον για 3 χρόνια από την αποπληρωμή του προγράμματος. Εφόσον διαπιστωθεί παράβαση των όρων, η επιχορήγηση θα διακόπτεται.
Προσωπικο
Σε ό,τι αφορά το προσωπικό, στο πρόγραμμα θα εντάσσονται οι εποχιακά άνεργοι που επαναπροσλαμβάνονται από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις αλλά και άνεργοι ανεξαρτήτως εάν είχαν δικαίωμα τακτικής επιδότησης ανεργίας μετά την τελευταία απασχόλησή τους το 2009.
Το ποσό της επιχορήγησης (που θα καλύπτει και τις συνεισπραττόμενες από το ΙΚΑ εισφορές καθώς και τον ειδικό λογαριασμό των ξενοδοχοϋπαλλήλων) θα υπολογίζεται με βάση τις πραγματικές ακαθάριστες αποδοχές των εργαζομένων μέχρι του ύψους του 30πλάσιου του κατώτατου βασικού ημερομισθίου.