13 Ιουνίου 2010

Η ενέργεια στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης της κ. Λιάνας Γούτα,χημικού μηχανικού





Η ΣYZHTHΣH για τα ενεργειακά θέματα έχει προσανατολιστεί εκ νέου τα τελευταία χρόνια από κλειστά τεχνοκρατική σε ευρέως δημόσια και πολιτική. Η εξέλιξη αυτή συνάδει με τη συνειδητοποίηση πως η απειλή των κλιματικών αλλαγών για τη ζωή στον πλανήτη σχετίζεται με το διοξείδιο του άνθρακα από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων, στα οποία βασίζεται ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Το διακύβευμα σήμερα είναι να αλλάξουμε το «περιβαλλοντοκτόνο» μοντέλο ανάπτυξης και σύγχρονης ζωής, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψουμε την ευζωία και ευημερία που πετύχαμε.

Ενέργεια και κλιματική αλλαγή, αλληλένδετα πια, δεν βρίσκονται απλώς ψηλά στην πολιτική ατζέντα, αλλά καθορίζουν την πολιτική του μέλλοντος. Ο συναγερμός προέρχεται από το περιβάλλον, αλλά τα μέτρα και οι δράσεις αφορούν την ενέργεια, το μοντέλο ανάπτυξης, την οικονομία.

Οι επιστήμονες ήδη προβλέπουν μία τρίτη βιομηχανική επανάσταση που θα ανατρέψει την καθημερινότητά μας. Η ενέργεια δεν θα παράγεται σε 2-3 περιοχές (π.χ. Πτολεμαΐδα, Μεγαλόπολη) αλλά σε εκατομμύρια σημεία, σε κάθε κτίριο, σε κάθε σπίτι, σε κάθε αυλή. Τα αυτοκίνητα δεν θα κινούνται με εισαγόμενο καύσιμο, αλλά με ενέργεια «made in Greece» από αέρα ή ήλιο και δεν θα γεμίζουν από αντλία βενζίνης αλλά θα φορτίζονται στην πρίζα. Η ενέργεια δεν θα μεταφέρεται με πυλώνες και καλώδια, αλλά ασύρματα, δρομολογώντας αλλαγή παρόμοια με αυτήν που επέφερε η ευρυζωνικότητα στις επικοινωνίες.

Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται μακρινά, όμως το ίδιο λέγαμε πριν από μερικά χρόνια για την κινητή τηλεφωνία και την ευρυζωνικότητα. Κι επειδή δεν είναι τόσο μακρινά, «οι παίκτες της παγκόσμιας ενεργειακής αγοράς ορίζουν τώρα τα χωράφια τους».

Για αυτό και η ενέργεια αποτελεί κορυφαίο θέμα σε κάθε συνάντηση αρχηγών - κρατών αλλά και σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλωστε η Ε.Ε. όχι μόνο πρωτοστατεί στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής αλλά υιοθέτησε και μια ενιαία ενεργειακή στρατηγική με στόχο την επίτευξη μιας οικονομίας χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, χαμηλών εκπομπών CO2, πιο ασφαλούς, ανταγωνιστικής και βιώσιμης, που θα εξασφαλίζει οικονομική και κοινωνική συνοχή.

Οι βασικοί στόχοι της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής είναι οι παρακάτω:

Μία ενιαία αγορά ενέργειας, με κοινούς κανόνες και δυνατότητες επιλογής σε ανταγωνιστικές τιμές, χωρίς αγκυλώσεις και μονοπώλια, προς όφελος του καταναλωτή. Οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες το επιβάλλουν, οι χώρες, όπως και η Ελλάδα, το καθυστερούν, οι πολίτες ζημιώνονται...

Ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού σε μια Ευρώπη που εξαρτάται κατά 54% από εισαγομένη ενέργεια, ενώ η Ελλάδα ήδη ξεπερνά το 70%. Στόχος είναι ο εφοδιασμός καυσίμων από εναλλακτικές πηγές και εναλλακτικές διαδρομές. Η χώρα μας, λόγω της θέσης της, αναδεικνύεται σε στρατηγικό ενεργειακό κόμβο της Ευρώπης, επιλογή που, ως χώρα, επιδιώξαμε με συνέπεια τα τελευταία χρόνια και που πρέπει να συνεχίσουμε να διεκδικούμε σθεναρά.

Επίτευξη των ενεργειακών στόχων 20/20/20, που είναι νομικά δεσμευτικοί έως το 2020, για 20% μείωση εκπομπών CO2, 20% χρήση ΑΠΕ και 20% εξοικονόμηση ενέργειας.

Από τους στόχους αυτούς, προτεραιότητα δίνεται στην ενεργειακή απόδοση, σε όλους τους τομείς, τις μεταφορές, τη βιομηχανία, την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, τα κτίρια, αλλά και στην ευαισθητοποίηση των καταναλωτών για την αλλαγή των συνηθειών τους. Γιατί πρέπει πρώτα να δούμε ποιες είναι οι πραγματικές μας ενεργειακές ανάγκες, περιορίζοντας τις άσκοπες σπατάλες και κατόπιν να δούμε με ποιο είδος ενέργειας θα καλύψουμε αυτές τις ανάγκες.

Oσο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), αυτές δίνουν απάντηση σε πολλά ενεργειακά ζητήματα. Είναι ανεξάντλητες, εγχώριες, δεν δημιουργούν οικονομικές εξαρτήσεις και αναταράξεις, ενώ παράγονται αποκεντρωμένα συνεισφέροντας στην τοπική ανάπτυξη και απασχόληση. Αν και το κόστος τους διαρκώς μειώνεται, παραμένει ακόμα υψηλότερο από το συμβατικό, όπως συμβαίνει σε κάθε νέα τεχνολογία μέχρι να διαχυθεί στην αγορά και να γίνει οικονομικά προσιτή. Oταν όμως αυτό συμβεί, τότε θα έχει μεγάλη σημασία ποιος ήταν ο πρωτοπόρος και ποιος είχε βάλει πρώτος τη «σημαία» του σε αυτή τη νέα αγορά.

Βελτίωση των συμβατικών τεχνολογιών, που οδηγούν σε χαμηλές εκπομπές CO2, για τη δέσμευση και αποθήκευση του άνθρακα, καθώς ακόμη κι αν πετύχουμε τον ευρωπαϊκό στόχο για 20% χρήση των ΑΠΕ το 2020, η εξάρτηση από το πετρέλαιο και τον άνθρακα θα διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό, για πολλά χρόνια ακόμα.

Επαναφορά της πυρηνικής ενέργειας στο τραπέζι της συζήτησης, θέμα ταμπού και ακανθώδες καθώς συνοδεύεται από χαμηλές εκπομπές άνθρακα, σταθερότητα κόστους και εφοδιασμού αλλά και από ζητήματα ασφάλειας και διάθεσης πυρηνικών αποβλήτων.

Κοινή ενεργειακή πολιτική για τα 27 κράτη, ώστε η Ε.Ε. να προωθήσει με διεθνείς συμφωνίες μια ασφαλή, ανταγωνιστική και αειφόρο ενέργεια και να στηρίξει τα αναπτυσσόμενα κράτη με χρηματοδότηση και επενδύσεις.

Η ενέργεια επανέρχεται λοιπόν στο επίκεντρο της Ε.Ε., όπως ακριβώς και στο ξεκίνημά της, το 1951, με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα. Σημερινός όμως στόχος της Ε.Ε. είναι να απαντήσει στις νέες προκλήσεις της εποχής, την κλιματική αλλαγή, την εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια, την εξάντληση των συμβατικών ενεργειακών πόρων, αλλά και να εξασφαλίσει φθηνή και ασφαλή ενέργεια για όλους.

Αυτή η προτεραιότητα αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στο νέο, πολύ σημαντικό κείμενο της Ε.Ε. που υιοθετήθηκε τον περασμένο μήνα από τα 27 κράτη-μέλη, τη Στρατηγική Ανάπτυξης της επόμενης δεκαετίας με τον κωδικό «Ευρώπη 2020». Μια Ανάπτυξη με 3 στόχους: Εξυπνη, Αειφόρος και Χωρίς Αποκλεισμούς.

Εξυπνη, να βασίζεται δηλαδή στη γνώση και την καινοτομία,

Αειφόρος, με πιο αποτελεσματική χρήση των φυσικών πόρων και μια πιο αειφόρο οικονομία.

Χωρίς αποκλεισμούς, δηλαδή μια οικονομία υψηλής απασχόλησης που θα εξασφαλίζει κοινωνική και εδαφική συνοχή.

Για την επίτευξη των 3 αυτών στόχων περιλαμβάνονται 7 πρωτοβουλίες, από τις οποίες οι δύο αφορούν την Αειφορία:

Μία με τίτλο «Κλίμα, Ενέργεια και Κινητικότητα», για την αποσύνδεση της χρήσης των φυσικών πόρων από την ανάπτυξη και μία με τίτλο «Ανταγωνιστικότητα», για τη βελτίωση της επιχειρηματικότητας με έμφαση στις μικρομεσαίες, αλλά και την ανάπτυξη μιας ισχυρής αειφόρου βιομηχανικής βάσης που να μπορεί να ανταποκριθεί στην παγκοσμιοποίηση.

Επομένως, κλίμα, ενέργεια, βιομηχανική παραγωγή και ανταγωνιστικότητα θεωρούνται παράμετροι και συντελεστές της νέας αειφόρου ανάπτυξης. Μάλιστα διαπιστώνεται πως η ευρωπαϊκή πρωτοπορία στις πράσινες λύσεις αρχίζει να κινδυνεύει από ανταγωνιστές όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, αλλά τονίζεται ότι είναι κρίσιμο να διατηρηθεί αυτή η πρωτοπορία ως κύρια παράμετρος ανταγωνιστικότητας. Σε απλά νούμερα, υπολογίζεται ότι ο ενεργειακός στόχος 20/20/20 θα αποφέρει κέρδος 60 δισ. ευρώ από μείωση εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου μέχρι το 2020, η βελτίωση της ενιαίας αγοράς ενέργειας θα προσθέσει ένα 0,6%-0,8% στο μέσο ευρωπαϊκό ΑΕΠ, ενώ περισσότερες από 600.000 θέσεις εργασίας στην Ε.Ε. αναμένεται να δημιουργήσει ο στόχος για 20% ΑΠΕ και πάνω από 1.000.000 νέες θέσεις η ενεργειακή εξοικονόμηση του 20%.

Συμπερασματικά, η αειφόρος ανάπτυξη αποτελεί κορυφαία επιλογή όλης της Ε.Ε., διαπερνά όλες τις πολιτικές, τα κείμενα και τις χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε. και κυριαρχεί και στην αναπτυξιακή στρατηγική της επόμενης δεκαετίας.

Βεβαίως, πρέπει να γίνεται σαφές ότι η αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης και η μετάβαση στην οικονομία χαμηλού άνθρακα δεν μπορεί να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά χρειάζεται μερικά χρόνια για να αποφέρει οφέλη. Για αυτό και οι στόχοι της Ε.Ε. αφορούν το 2020 και οι προβλέψεις για επενδύσεις, θέσεις εργασίας, δευτερογενή οικονομικά οφέλη ενεργειακής απεξάρτησης κ.λπ. αναφέρονται σε ορίζοντα δεκαετίας.

Η Ελλάδα μπορεί και οφείλει να διακηρύξει την πίστη της στην Αειφόρο ανάπτυξη ως:

παράμετρο εξυγίανσης της οικονομίας και περιορισμού της ενεργειακής εξάρτησης, αλλά και ως πυλώνα μεσο-μακροπρόθεσμης ανάπτυξης,

ευκαιρία αλλαγής του ενεργειακά σπάταλου μοντέλου ανάπτυξης και διαβίωσης, σε όφελος όλης της οικονομίας αλλά και κάθε νοικοκυριού,

• κρίσιμη μεταβλητή ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των υπηρεσιών, της οικοδομής, της γεωργίας και σε όλους τους συμβατικούς κλάδους επιχειρηματικότητας,

πλεονέκτημα περιβαλλοντικής διπλωματίας στα Βαλκάνια και τις μεσογειακές χώρες, για τη διάδοση του κοινοτικού περιβαλλοντικού κεκτημένου αλλά και τη διείσδυση σε νέες ενεργειακές αγορές,

ευκαιρία ανάδειξης του ενεργειακού ανανεώσιμου πλούτου μας, αλλά και σύνδεσης της νέας οικονομίας με την ιστορία, τον πολιτισμό, τις αρχαίες τεχνολογίες. Το Αιγαίο Πέλαγος με την ιστορία του, τη μυθολογία του, την ενέργεια του ανέμου και του ήλιου, πρέπει να αποτελέσει το φυσικό εργαστήρι της Ευρώπης για την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και για δοκιμές μικρής ή ευρείας κλίμακας.

Πρέπει ως χώρα να δείξουμε ότι όχι απλώς θέλουμε μια αειφόρο ανάπτυξη, αλλά και να τη σχεδιάσουμε επιθετικά και όχι ως ουραγοί. Να μην επιδιώξουμε απλώς τη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές επιταγές, αλλά να βάλουμε τους δικούς μας φιλόδοξους στόχους κάτω από ένα νέο αναπτυξιακό όραμα με βάση τα σύγχρονα ευρωπαϊκά και παγκόσμια δεδομένα. Αυτό τον δρόμο διάλεξαν η Γερμανία, η Δανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και ήδη βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος των νέων τεχνολογιών, διεκδικούν ως πρωτοπόροι τη νέα ενεργειακή «πίτα», αναπτύσσουν τεχνολογίες, πωλούν τεχνογνωσία.

Ο εθνικός σχεδιασμός οφείλει να διέπεται από σοβαρότητα και ευθύνη, χωρίς δανεικές κουβέντες και λόγια του αέρα, χωρίς γενικές και ανούσιες διακηρύξεις. Πρέπει επίσης να ξεκινήσει άμεσα και με προτεραιότητα, αλλά και με μακρόχρονη προοπτική, σε βάθος χρόνου. Ο σχεδιασμός για μια αειφόρο ανάπτυξη δεν αφορά την έξοδο από τη σημερινή κρίση, αφορά το μέλλον μας! Για αυτό πρέπει να τον δούμε όλοι μας με μεγάλη ευθύνη.

* Η κ. Λιάνα Γούτα είναι χημικός μηχανικός, πρόεδρος Παραρτήματος Θεσσαλονίκης του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής