28 Μαΐου 2010

το κείμενο του ψηφίσματος για την αναγνώριση της νησιωτικότητας από την ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική στο πλαίσιο της ισπανικής προεδρίας

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

ΑΙΓΑΙΟΥ & ΝΗΣΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σας αποστέλλω το κείμενο του ψηφίσματος για την αναγνώριση της νησιωτικότητας από την ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική στο πλαίσιο της ισπανικής προεδρίας για ενημέρωσή σας. Με την ευκαιρία αυτή, σας γνωστοποιώ πως με βάση τα αναφερόμενα στα άρθρα 170 και 174 της Συνθήκης της Λισαβώνας, βρίσκεται σε εξέλιξη η προσπάθεια για τη διαμόρφωση διακριτών πολιτικών για τη νησιωτικότητα. Η προσπάθεια αυτή έχει ως προτεραιότητες :

1. Στις συζητήσεις που θα ξεκινήσουν το φθινόπωρο για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. περιόδου 2014-2020, να μην μειωθεί το ποσοστό συμμετοχής του ΑΕΠ για κάθε κράτος-μέλος, έτσι ώστε να συνεχισθεί η περιφερειακή πολιτική στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν πολιτικές και για την νησιωτικότητα.

2. Να διαφοροποιηθούν οι ισχύοντες στατιστικοί δείκτες (π.χ. το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που ισχύει για την προγραμματική περίοδο 2007-2013) με βάση τους οποίους καθορίστηκε η επιλεξιμότητα των περιοχών στο πλαίσιο των περιφερειακών πολιτικών. Σε ό,τι αφορά μάλιστα τα νησιά, η χρήση του ΑΕΠ ως μοναδικού κριτηρίου δεν απεικονίζει ικανοποιητικά την πραγματική τους κατάσταση. Απαιτούνται νέοι δείκτες που θα εντοπίζουν τις διαρθρωτικές διαφορές και δομικές ανισότητες. Οι νησιωτικές περιοχές πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές στατιστικές ενότητες.

3. Απαιτούνται αλλαγές σε επίπεδο κανονισμών της Ε.Ε. έτσι ώστε να αρθούν τα όποια εμπόδια δεν επιτρέπουν παρεμβάσεις υπέρ των νησιωτικών περιοχών σε εθνικό επίπεδο, αλλά και να επιτραπεί ένας βαθμός ελευθερίας στα κράτη-μέλη ως προς την εφαρμογή συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και να μην καθορίζονται απόλυτα από την Ε.Ε.

Συνημμένο.: Κείμενο διακήρυξης για τη νησιωτικότητα

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΙΓΑΙΟΥ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΧΑΛΚΙΩΤΗΣ

H αναγνώριση της νησιωτικότητας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιφερειακής πολιτικής”

Προτάσεις για τη βελτίωση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι νησιωτικές περιοχές από την ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική

Πάλμα, 26 Απριλίου 2010


ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Η περιφερειακή πολιτική είναι το κύριο μέσο της Κοινότητας για να ξεπεραστούν οι δομικοί περιορισμοί των νησιωτικών περιοχών και για να αξιοποιηθεί η δυναμική ανάπτυξή τους. Ωστόσο, πρέπει να βελτιωθεί ώστε να επιτρέψει στα νησιά, που είναι αναπόσπαστο μέρος της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, να επωφεληθούν πλήρως, τόσο σε οικονομικούς όσο και σε κοινωνικούς όρους. Προτάσεις δυνατοτήτων βελτίωσης παρατίθενται παρακάτω.

1. Καλύτερη αξιολόγηση του αντίκτυπου της νησιωτικότητας και εισαγωγή ενός πιο προσαρμοσμένου πλαισίου

Η Περιφερειακή Πολιτική πρέπει να συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου κοινοτικού πλαισίου που να αφορά τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές νησιωτικές περιοχές στους τομείς ανάπτυξης και ανταγωνισμού, προσφέροντας τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τη δυναμική τους. Για το σκοπό αυτό, είναι σημαντικό όλα τα μέτρα και οι πολιτικές της Ε.Ε. που έχουν αντίκτυπο στα ευρωπαϊκά νησιά και στα νησιωτικά κράτη μέλη να συνοδεύονται από εκτιμήσεις που θα λαμβάνουν υπόψη τους τη νησιωτικότητα. Τέτοιες δραστικές εκτιμήσεις θα συνεισφέρουν στην εισαγωγή ενός ολοκληρωμένου πλαισίου μέσω του οποίου θα μπορούσαν οι ευρωπαϊκές πολιτικές να προσαρμοστούν, όπου είναι απαραίτητο, στις ειδικές συνθήκες των νησιωτικών περιοχών. Αυτή η προσέγγιση θα επέτρεπε να αποφευχθούν οι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών πολιτικών και θα τόνωνε τη συνοχή και την ανάπτυξη ενδυναμώνοντας το ρόλο των νησιών.

2. Η διεύρυνση των κριτηρίων επιλεξιμότητας που βασίζονται στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ

Στον προγραμματισμό 2007-2013 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν ο μοναδικός δείκτης που χρησιμοποιήθηκε για να καθορίσει την επιλεξιμότητα των περιοχών στα πλαίσια των Περιφερειακών Πολιτικών. Αυτό όμως δεν επιτρέπει να ληφθεί πλήρως υπόψη η πολυπλοκότητα της έννοιας της συνοχής. Αυτός ο δείκτης δεν αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά τη διαφορετικότητα των κοινωνικών, περιβαλλοντολογικών, εδαφικών και άλλων σχετικά με την καινοτομία και την εκπαίδευση στοιχείων. Συνεπώς, νέοι δείκτες πρέπει να αναπτυχθούν και να χρησιμοποιηθούν για να καθορίσουν την επιλεξιμότητα αυτών των περιοχών .

Όσον αφορά τα νησιά, η χρήση του ΑΕΠ ως κριτήριο είναι ανεπαρκής γιατί δεν μας παρουσιάζει ικανοποιητικά την πραγματική τους κατάσταση και δεν ρίχνει φως στους τρόπους με τους οποίους τα νησιά διαφέρουν από τις υπόλοιπες περιοχές της Ε.Ε. Νέοι δείκτες, που χρησιμοποιούν καταλληλότερα στατιστικά στοιχεία, πρέπει να αναπτυχθούν για να παράσχουν μια πιο πιστή εικόνα των αναπτυξιακών αναγκών των νησιών και μια ικανοποιητική απεικόνιση της κατάστασης των περιοχών με μόνιμα γεωγραφικά μειονεκτήματα.

Η εδαφική στατιστική πληροφόρηση είναι θεμελιώδης για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στα νησιά της Ε.Ε. και να εντοπίσουμε διαθρωτικές διαφορές και δομικές ανισότητες. Επομένως, επιπλέον πόροι είναι αναγκαίοι για τη συλλογή δεδομένων και την ανάπτυξη κατάλληλων δεικτών. Οι νησιωτικές περιοχές πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές στατιστικές ενότητες.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο να αποφύγουμε, όπως συχνά συμβαίνει, να συμπεριληφθούν τα νησιά που βρίσκονται κοντά σε ηπειρωτική περιοχή σε μια μεγαλύτερη στατιστική ενότητα επιπέδου NUTS II.Ως αποτέλεσμα, η εδαφική τους πραγματικότητα, αρκετά διαφορετική από αυτή μιας μεγαλύτερης ενότητας, δεν αντικατοπτρίζεται επαρκώς.

Ελλείψει της ταξινόμησης ενός νησιού στο επίπεδο NUTS II, είναι σημαντικό η εδαφική κατάσταση μιας νησιωτικής περιοχής να μπορεί να αξιολογηθεί χρησιμοποιώντας το πλησιέστερο στατιστικό επίπεδο για το οποίο να διατίθενται στοιχεία (για παράδειγμα, το επίπεδο NUTS III θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να υπολογιστεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ενός νησιού, αντί να συγχωνευθεί το νησί με την γειτονική ηπειρωτική περιοχή).

3. Μια ειδική μελέτη για τις ευρωπαϊκές νησιωτικές περιοχές

Το άρθρο 174 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, που καθορίζει το αντικείμενο της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, αναγνωρίζει ότι τα νησιά υποφέρουν από σοβαρά και μόνιμα γεωγραφικά μειονεκτήματα. Επίσης διακηρύσσει ότι ειδική προσοχή πρέπει να δοθεί στα νησιά, με δράσεις που θα μειώσουν την καθυστέρηση στην ανάπτυξη αυτών των λιγότερο ευνοημένων περιοχών. Εξαιτίας των ποικίλλων μειονεκτημάτων τους, και ιδιαιτέρως της απομόνωσης ή του περιορισμένου μεγέθους τους, τα νησιά είναι περιοχές που δεν ευνοούνται σε εδαφικό επίπεδο, και πολύ συχνά σε οικονομικό και κοινωνικό. Η Πολιτική Συνοχής πρέπει να προσεγγίσει την κατάσταση των νησιών όχι μόνο μέσω της Περιφερειακής Πολιτικής, αλλά επίσης μέσω διαφορετικών κοινοτικών πολιτικών με συγκεκριμένο περιφερειακό αντίκτυπο στην ανάπτυξη αυτών των περιοχών.

Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στα νησιά που υποφέρουν όχι μόνο από ένα, αλλά από αρκετά μειονεκτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 174. Αυτά περιλαμβάνουν ορεινά νησιά ή πολύ αραιοκατοικημένα. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τα αρχιπελάγη που επηρεάζονται από μια διπλή ή πολλαπλή νησιωτικότητα εξαιτίας των επιπρόσθετων μειονεκτημάτων τους που προέρχονται από την περιορισμένη γεωγραφική τους διάσταση αλλά και από το γεγονός ότι είναι φτιαγμένα από πολύ μικρά νησιά. Πρέπει να δώσουμε επίσης προσοχή στην κατάσταση των πολυάριθμων παράκτιων νησιών που επηρεάζονται από τα σοβαρά μειονεκτήματα της μικρο-νησιωτικότητας. Αυτό επιτείνει τα μειονεκτήματα που δημιουργούνται από τη νησιωτικότητα και οι ντόπιοι δυσκολεύονται πολύ να έχουν πρόσβαση στην παροχή υπηρεσιών.

Η Ευρωπαϊκή Περιφερειακή Πολιτική και άλλες Κοινοτικές πολιτικές, πρέπει να αναγνωρίζουν τη νησιωτικότητα αλλά και το κόστος που απορρέει από τα πολλαπλά γεωγραφικά μειονεκτήματα των νησιωτικών περιοχών. Αυτή η αποδοχή πρέπει να απεικονίζεται συγκεκριμένα με την ανάθεση κινήτρων αναλόγων με την ένταση των μειονεκτημάτων. Ο τελικός σκοπός είναι να προσφερθούν σε αυτές τις περιοχές ευκαιρίες ανάπτυξης συγκρίσιμες με αυτές των υπόλοιπων ευρωπαϊκών περιοχών.

Ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό των περισσοτέρων ευρωπαϊκών νησιών είναι ότι, πέρα από το ότι είναι νησιά, είναι επίσης περιφερειακές περιοχές τοποθετημένες στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Αυτή η γεωστρατηγική τους διάσταση πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, αφού αυτές οι περιοχές είναι εκτεθειμένες συχνά σε κινδύνους συμφυείς με την τοποθεσία τους: εγγύτητα σε περιοχές συγκρούσεων, παράνομη μετανάστευση, ή κυκλοφορία διαφορετικού τύπου, έκθεση σε θαλάσσια ρύπανση τυχαίας ή σκόπιμης προέλευσης, κτλ. Θέτοντας σε εκκίνηση μια περιφερειακή πολιτική συνοχής που συνεισφέρει στην ευημερία των νησιωτικών περιοχών και στην υποστήριξη του πληθυσμού τους, η Ε.Ε. θα συνεισφέρει στην ασφάλεια των συνόρων της, και πάνω απ’ όλα στην σταθερότητά της.

Επιπλέον, πρέπει να αναφέρουμε τη σημαντική συνεισφορά των νησιών στην ποικιλομορφία της Ένωσης, τόσο στον περιβαλλοντικό τομέα (οικότοποι, ενδημισμός, κτλ) όπως στον πολιτισμικό (γλώσσα, αρχιτεκτονική κληρονομιά, γαστρονομία, έθιμα, κτλ.). Ιδιαίτερες προσπάθειες πρέπει να γίνουν για την προστασία της διαφορετικότητας των εθνοτήτων, μια πολιτιστική κληρονομιά μεγάλης αξίας που περιέχει τα κλειδιά για την εξασφάλιση της αειφόρου ανάπτυξης.

4. Μια ολοκληρωμένη και ευέλικτη προσέγγιση για την αντιμετώπιση της κατάστασης των νησιωτικών περιοχών

Πρέπει να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο (πολιτικό, νομικό, οικονομικό) για την αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών νησιών, πλαίσιο που πρέπει να είναι ικανοποιητικά ευέλικτο και να λαμβάνει υπόψη την ευρεία διαφορετικότητά τους.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι, λόγω τομέων όπως η γεωγραφική ή δημογραφική διάσταση, η απομόνωση, η διαθεσιμότητα φυσικών πηγών, το κλίμα ή το ιστορικό ή πολιτικό πλαίσιο, τα ευρωπαϊκά νησιά παρουσιάζουν ευρεία διαφορετικότητα. Κάθε νησί όμως είναι μοναδικό. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε ακριβώς τα ίδια μέτρα και τις ίδιες λύσεις σε όλα τα νησιά χωρίς να λάβουμε υπόψη μας αυτή τη διαφορετικότητα.

Αλλά δεν παύει να είναι σίγουρο ότι, παρά τη διαφορετικότητά τους, το γεγονός ότι είναι απομονωμένες και μικρές σε μέγεθος περιοχές κάνει τα νησιά να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές περιοχές. Οικονομικά και οικολογικά ευάλωτα, τα νησιά είναι επίσης μέρη όπου η αλληλεπίδραση διαφορετικών τομέων – οικονομικών, ενεργειακών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών – τείνει να είναι ιδιαίτερα γρήγορη, σκληρή και ευαίσθητη εν όψει των προκλήσεων των κλιματικών αλλαγών.

Έτσι, τα νησιά χρειάζονται, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος, την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης διαφορετικών πολιτικών, τόσο οριζοντίων (μέσω μιας διατομεακής προσέγγισης στις κύριες πολιτικές με εδαφικό αντίκτυπο – PAC, PDR, PPC, κρατικές ενισχύσεις…), όπως και καθέτων (συνδυάζοντας περιφερειακές, εθνικές και κοινοτικές διαστάσεις).

Σε κοινοτικό επίπεδο, ένα πρώτο βήμα μέχρι την ολοκληρωμένη προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η δημιουργία μέσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μιας «ομάδας ενδοϋπηρεσιών» για τα νησιά, ή γενικά, για τις περιοχές με σοβαρά και μόνιμα γεωγραφικά ή δημογραφικά μειονεκτήματα.

Η πολυπλοκότητα και η ποικιλία των νησιωτικών καταστάσεων απαιτούν επίσης η νομοθεσία και οι κοινοτικές πολιτικές να δείξουν ευελιξία σε τέτοιες περιοχές .Το πλαίσιο θα μπορούσε να βασιστεί στην αποδοχή της αρχής ότι μέτρα που προσαρμόζονται στο κοινοτικό δίκαιο μπορούν να εφαρμοστούν στα νησιά, με την προϋπόθεση πάντα ότι τέτοια μέτρα θα βοηθήσουν στην ενίσχυση της εδαφικής συνοχής της Ε.Ε., θα συμμορφώνονται με το κριτήριο της αναλογικότητας, δεν θα θέτουν υπό αμφισβήτηση τα θεμέλια των κοινοτικών πολιτικών, ούτε θα διαταρράσουν σημαντικά τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Ένα παράδειγμα θα ήταν η περίπτωση των κρατικών περιφερειακών ενισχύσεων, που εξουσιοδοτούν τη χορήγηση ενισχύσεων για να αντισταθμίσουν μέρος του επιπλέουν κόστους μεταφοράς που επηρεάζει τις επιχειρήσεις. Αυτό το μέτρο, που σήμερα εφαρμόζεται μόνο για περιοχές με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού ή για υπερπόντιες περιοχές, θα μπορούσε να επεκταθεί και σε νησιωτικές περιοχές χωρίς να προκαλέσει σημαντικές διαστρεβλώσεις – το ύψος των ενισχύσεων να είναι σε αναλογία με το κόστος.

5. Να εφαρμόσουμε την αρχή της αναλογικότητας για να φτάσουμε μέχρι την εδαφική συνοχή.

Αναντίρρητα, όπως επήλθε πρόοδος για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, υπήρξε κάποια επίσημη αναγνώριση της νησιωτικότητας σε πολιτικό επίπεδο. Αλλά τα παραδείγματα είναι αρκετά ανόμοια και αν και κάποια αξίζει να προταθούν (στα πλαίσια της θαλάσσιας μεταφοράς, ειδικά), σχεδόν καθόλου δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια συντονισμένη προσπάθεια. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να σημειωθεί, στο οικονομικό πεδίο, η αναγνώριση της νησιωτικότητας σχεδόν δεν έχει διακηρυχθεί, ή μόνο με δευτερεύοντα τρόπο. Αν και ένας μεγάλος αριθμός νησιών έχουν λάβει κάποια στιγμή ενισχύσεις διαρθρωτικών πολιτικών, αυτή η ενίσχυση τους έχει χορηγηθεί γενικά στη βάση κοινών κριτηρίων στο σύνολο της Κοινότητας (ειδικά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ), και όχι στη βάση της νησιωτικής πραγματικότητας.

Παρ’ όλα αυτά, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, σε πολλές περιπτώσεις, είναι πιο δύσκολο να εφαρμόσεις δημόσιες πολιτικές στις νησιωτικές περιοχές (και περισσότερο ακόμα σε ορεινά νησιά ή αρχιπέλαγα…) από ότι στην ηπειρωτική χώρα. Η εισαγωγή αγαθών ή τ υπηρεσιών, η απουσία οικονομιών κλίμακας, τα εδαφικά μειονεκτήματα κτλ. σημαίνουν υψηλότερο κόστος. Επειδή η εφαρμογή μιας ίδιας πολιτικής θα έχει μεγαλύτερο κόστος, φαίνεται νόμιμο ότι οι κοινοτικές πολιτικές αναλαμβάνουν το επιπλέον κόστος, σεβόμενες αυστηρά την αρχή της αναλογικότητας.

Στο άρθρο 170 της Συνθήκης σχετικά με τα υπερευρωπαϊκά δίκτυα υπογραμμίζεται η ανάγκη να βελτιωθούν οι σύνδεσμοι ανάμεσα σε περιφερειακές και νησιωτικές περιοχές και τις κεντρικές περιοχές της Ένωσης. Έχοντας υπόψη την αύξηση των πόρων που διατίθενται για τα υπερευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών, επικοινωνίας ή ενέργειας, φαίνεται νόμιμο ότι, για να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις της Συνθήκης, περισσότεροι πόροι πρέπει να διατεθούν αναλογικά με τα έργα που αφορούν νησιωτικές περιοχές.

6. Η επανεξέταση των κανόνων για τη διασυνοριακή συνεργασία

Ο προγραμματισμός 2007-2013 αναγνώρισε για πρώτη φορά τα ευρωπαϊκά νησιά ως επιλέξιμα για τη διασυνοριακή συνεργασία, μέσα στο Περιφερειακό Αντικείμενο Συνεργασίας της Περιφερειακής Πολιτικής. Αυτή η καινοτομία οφείλεται στην αποδοχή των θαλάσσιων συνόρων. Ωστόσο, η εγκατάσταση ενός κριτηρίου απόστασης περισσότερης από 150 χμ ανάμεσα στα περιφερειακά θαλάσσια σύνορα έχει σαν αποτέλεσμα ότι κάποια νησιά έχουν αποκλειστεί και δεν μπορούν να παρουσιάσουν σχέδια διασυνοριακής συνεργασίας. Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν ευρωπαϊκά νησιά που παρ’ όλο που σχηματίζουν εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., έχουν μείνει αποκλεισμένα από τη διασυνοριακή συνεργασία στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας.

Αυτοί οι περιορισμοί δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι η θάλασσα είναι ένα φυσικό φράγμα που χωρίζει περιοχές ανεξάρτητα από την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα τους. Αυτό το γεγονός, μαζί με χαρακτηριστικά που τα νησιά μοιράζονται με πολλές διασυνοριακές περιοχές, όπως η έλλειψη πρόσβασης, η απομόνωση ή η απομάκρυνση από τα κύρια οικονομικά κέντρα, δικαιολογεί την εξάλειψη οποιουδήποτε κριτηρίου απόστασης για τον καθορισμό μιας θαλάσσιας περιοχής ως διασυνοριακής ή την απαλλαγή των νησιωτικών περιοχών από αυτούς τους περιορισμούς. Όπου είναι αναγκαίο να καθιερωθεί ένα είδος περιορισμού, θα ήταν πιο κατάλληλο για τις θαλάσσιες και νησιωτικές περιοχές να εφαρμόζεται η κατάσταση της διασυνοριακής περιοχής σε επίπεδο θαλάσσιας λεκάνης.

Συμπεράσματα

Μια Πολιτική Συνοχής αναθεωρημένη μετά από αυτές τις συστάσεις δεν θα είναι αρκετά αποτελεσματική για να ξεπεραστούν οι περιορισμοί που προέρχονται από την νησιωτικότητα αν δεν γίνουν μέρος ενός ολοκληρωμένου πλαισίου κοινοτικών πολιτικών για τις νησιωτικές περιοχές. Αυτό το πλαίσιο χρησιμεύει για την κάλυψη ενός ενιαίου τρόπου όλων εκείνων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα νησιά, αποφεύγοντας πιθανά καταστροφικά αποτελέσματα ή αντιφάσεις ανάμεσα σε πολιτικές. Οι τομείς που πρέπει να συμπεριληφθούν σε αυτό το πλαίσιο είναι:

- η μεταφορά,

- η εκπαίδευση ή η απασχόληση,

- η έρευνα, η τεχνολογική και η καινοτομία ανάπτυξη

- ο ανταγωνισμός και η βιομηχανική πολιτική,

- το περιβάλλον, η ενέργεια και το νερό,

- η γεωργία και η αλιεία.

- η μετανάστευση

- ο πολιτισμός

Οποιοδήποτε μέτρο ή κοινοτική πρωτοβουλία σε αυτούς τους τομείς θα πρέπει να αξιολογηθεί ως προς τον αντίκτυπο που θα έχει για τις νησιωτικές περιοχές, για να επιτραπεί μια μεγαλύτερη προσαρμογή στα μέτρα και στις κοινοτικές πολιτικές στις συνθήκες μίας μόνο περιοχής ή σε κοινές για πολλές από αυτές.