«Κάντε εσείς περικοπές, να τρέχουμε εμείς στις επιτροπές»
Εντατικό πρόγραμμα για να... αναπληρωθεί μέρος των εισοδηματικών απωλειών που επήλθαν για τους βουλευτές αφενός μεν λόγω των περικοπών των αποζημιώσεών τους, τις οποίες αποφάσισε ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Φ. Πετσάλνικος, αφετέρου δε λόγω των ρυθμίσεων του πρόσφατου φορολογικού νόμου για μερική κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης των αμοιβών των «300» εφαρμόζεται το τελευταίο διάστημα στο Κοινοβούλιο.
Για να υπάρξει αντιστάθμιση των απωλειών αυτών το τελευταίο διάστημα ακολουθείται στη Βουλή ένας καταιγιστικός ρυθμός στον προγραμματισμό των αμειβόμενων συνεδριάσεων των επιτροπών, με την πλειονότητα εξ αυτών μάλιστα να διεξάγονται παράλληλα, με αποτέλεσμα οι βουλευτές να... τρέχουν από τη μια συνεδρίαση στην άλλη, χωρίς σε ορισμένες περιπτώσεις να γνωρίζουν και οι ίδιοι το αντικείμενο της συζήτησης στο οποίο συμμετέχουν. Ενδεικτικά την περασμένη Τρίτη ορίστηκαν εννέα συνεδριάσεις και την Τετάρτη δέκα, ενώ ελλείψει επαρκών διαθέσιμων αιθουσών επιτροπές συνεδριάζουν πλέον και τις Παρασκευές, οι οποίες κατά το παρελθόν ήταν οι ημέρες που παραδοσιακά οι βουλευτές αφιέρωναν στις εκλογικές τους περιφέρειες. Αλλά και με τον τρόπο αυτό το μέσο καθαρό εισόδημα των βουλευτών αναμένεται να διαμορφωθεί εντός του έτους γύρω στα 5.500 ευρώ μηνιαίως, από περίπου 7.300 ευρώ που ήταν στο τέλος του 2008.
Α ν και οι βουλευτές διατήρησαν κατά τουλάχιστον ένα ποσοστό το «κεκτημένο» του ειδικού τρόπου φορολόγησης, καθώς θα φορολογούνται για το 75% της ακαθάριστης βουλευτικής αποζημίωσης και θα εξακολουθήσουν να έχουν αφορολόγητο το υπόλοιπο 25%, οι συνολικές τους αποδοχές υπολογίζεται ότι θα μειωθούν κατά το ένα τέταρτο για όσους διαβιούν μόνο με την αμοιβή τους από τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα και κατά πολύ περισσότερο για όσους έχουν εισοδήματα από άλλες πηγές, όπως συντάξεις και ενοίκια, ή από επαγγελματική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που επήλθαν:
\345 Καταργήθηκε η διάταξη που τροποποιημένη ίσχυε από το 1998 και όριζε ότι η βουλευτική αποζημίωση φορολογούνταν αυτοτελώς μόνο κατά ποσοστό 50%, ενώ στο φορολογητέο αυτό ποσό δεν προσετίθεντο τα εισοδήματα από άλλες πηγές που δήλωναν οι βουλευτές.
\345 Παρέμεινε ως είχε ρύθμιση που υιοθετήθηκε το 2002 και όριζε επιπλέον των παραπάνω ότι «κατά την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος από την αρμόδια δημόσια υπηρεσία αφαιρείται ποσό ίσο με το 25% του ακαθάριστου ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης ως τεκμαρτό ποσό για την κάλυψη των δαπανών μίσθωσης πολιτικών γραφείων και λοιπών δαπανών άσκησης του λειτουργήματος».
Από τον συνδυασμό αυτών των ρυθμίσεων οι φοροτεχνικοί του Κοινοβουλίου υπολογίζουν ότι οι απώλειες από την αυξημένη παρακράτηση φόρου θα είναι περί τα 800 ευρώ ως 1.000 ευρώ τον μήνα. Σε ετήσια βάση η επιβάρυνσή τους από τη φορολόγηση του 75% της αποζημίωσης θα προσεγγίσει τις 10.000 ευρώ. Ενώ για όσους έχουν εισοδήματα από άλλες πηγές η πρόσθεσή τους στη φορολογητέα αποζημίωση θα οδηγεί αυτομάτως σε φορολόγηση του συνόλου των υπόλοιπων δηλουμένων με τον υψηλότερο ισχύοντα φορολογικό συντελεστή, δηλαδή με 45%.
« Επαθε σοκ συνάδελφός μου όταν του εξήγησα ότι τον επόμενο χρόνο θα πληρώσει 28.000
ευρώ περισσότερο φόρο, καθώς εκτός από την αποζημίωσηέχει εισοδήματα και από ενοίκια», δήλωσε προς «Το Βήμα» ένας από τους εισηγητές του φορολογικού νομοσχεδίου που λόγω ειδικών γνώσεων κλήθηκε επανειλημμένως όσο συζητούνταν το νομοσχέδιο στη Βουλή να υπολογίσει τις επιπτώσεις στο εισόδημα συναδέλφων του.