20 Απριλίου 2010

Αντιπαράθεση στη Βουλή Επιτροπή για τη διαφθορά και το πόθεν έσχες


Συζήτηση νομοσχεδίου για την διαφθορά στον δημόσιο τομέα, το πόθεν έσχες.

Στην σκιά της αντιπαράθεσης του υπουργού Δικαιοσύνης με την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, διεξήχθη σήμερα, η πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Βουλής, για την επί της αρχής επεξεργασία του νομοσχεδίου ενάντια στη διαφθορά στο δημόσιο τομέα και τον επανακαθορισμό των δηλώσεων πόθεν έσχες.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, καταφέρθηκε κατά του υπουργού Δικαιοσύνης, για τις δηλώσεις του σχετικά με τις τοποθετήσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ενάντια στη δίωξη Ζαγοριανού, ενώ εξέφρασε και τις έντονες επιφυλάξεις της σχετικά με τα μέτρα επιείκειας που θεσμοθετούνται, για όσους συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

«Η πράξις του υπουργού να παρεμβαίνει και να κρίνει μιαν απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ήταν απαράδεκτη» υποστήριξε ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Σ. Χατζηγάκης. «Βεβαίως και οι κρίνοντες κρίνονται, αλλά ο τελευταίος που θα έπρεπε, θα μπορούσε να κάνει τέτοια παρατήρηση, είναι ο υπουργός Δικαιοσύνης, γιατί έχουμε σύγχυση των δύο λειτουργιών και νόθευση στο πολίτευμα. Επιχειρείται μία ποδηγέτηση της Δικαιοσύνης, ένας τρόπος ελέγχου της ουσίας των αποφάσεων που καλώς ή κακώς, εκδίδει ένα δικαστήριο. Και είδατε πόσο καυστικοί και απόλυτα κάθετοι υπήρξαν οι εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων» συμπλήρωσε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.

«Τόσο το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, όσο και η Ολομέλεια, είναι διοικητικοί σχηματισμοί και όχι όργανα που σχηματίζουν δικανική κρίση και αποφαίνονται» απάντησε ο υπουργός Δικαιοσύνης. «Αν είναι να κρίνουν επί της ουσίας, τι χρεία να δικάσει ο δικαστής και ο ανακριτής; Ερωτά ο οποιοσδήποτε πολίτης: Ένας δικαστής που κατηγορείται για βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα και ποινική κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος, θα είναι πάνω στην έδρα και θα δικάζει κάποιον για κλοπή; Ποτέ στο παρελθόν δεν έχουμε ούτε μία εξαίρεση, δικαστικός λειτουργός που κατηγορείτο για ποινική κατηγορία και πειθαρχική κατηγορία ταυτόχρονα, να μένει στη θέση του».

Επί του νομοσχεδίου, η εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ, Ντίνα Γιαννακοπούλου, αναγνώρισε πως «η διαφθορά έχει πνίξει το κοινωνικό σύνολο» και υποστήριξε πως το νομοσχέδιο σηματοδοτεί την σταθερή πολιτική βούληση της κυβέρνησης να την πατάξει. «Η υλοποίηση του νόμου θα αυξήσει τα δημόσια έσοδα, θα απαλλάξει τους κρατικούς λειτουργούς από το άγος των συκοφαντικών επιθέσεων, θα αποκαταστήσει το κύρος της Δικαιοσύνης» ανέφερε.

Από πλευράς Νέας Δημοκρατίας, ο εισηγητής της, Τάσος Νεράντζης, συναίνεσε στην αυστηροποίηση και επέκταση των διατάξεων του πόθεν έσχες και υπογράμμισε την ανάγκη αλλαγής του «περιβόητου νόμου περί ευθύνης υπουργών» τον οποίον «δεν μπορούμε να αλλάξουμε για συνταγματικούς λόγους, αλλά σε κάθε ευκαιρία πρέπει να λέμε ότι αυτός ο νόμος δεν μπορεί να συνεχιστεί στη μορφή που είναι σήμερα». Από την άλλη, διέκρινε ότι η εφαρμογή του νέου πλαισίου, «διέπεται από προχειρότητα» μαρτυρώντας «λήψη μέτρων για το θεαθήναι».

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσαν άλλοι ομιλητές από τη Νέα Δημοκρατία, στη διάταξη που θεσπίζει μέτρα επιείκειας για όσους καταγγείλουν πράξεις διαφθοράς στο Δημόσιο: «Δημιουργούνται κίνδυνοι να υπάρξουν άνθρωποι στην υπηρεσία μιας κατάδοσης, με αποτέλεσμα να νομιμοποιούμε μια ανήθικη συμπεριφορά» παρατήρησε ο Σωτήρης Χατζηγάκης, ενώ η Φωτεινή Πιπιλή, εξέφρασε την ανησυχία της, «μήπως η διάταξη εξυπηρετεί τον κάθε κο Σκαρπέλη ή όλα αυτά τα μεγαλοστελέχη του ΟΤΕ που ήδη βαρύνονται με κακουργηματικές πράξεις ή παραλείψεις, να καρφώνουν υπουργούς για πριν 15-20 χρόνια, προκειμένου να επωφεληθούν της διάταξης».

Από πλευράς ΚΚΕ, ο Αντώνης Σκυλλάκος, εξέφρασε την δυσπιστία του όσον αφορά την αποδοτικότητα των μέτρων, αντιπροτείνοντας «κατάργηση του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου - «να είναι στο Ίντερνετ όλα» ζήτησε - κατάργηση του επιχειρηματικού απορρήτου, ονομαστικοποίηση όλων των μετοχών και των τίτλων του Δημοσίου, παρότι παραμένει η δυνατότητα επιστράτευσης αχυρανθρώπων, αλλά με κινδύνους. Έλεγχος έως και παρεμπόδιση εξαγωγής κεφαλαίων. Παρότι η διαφθορά δεν πρόκειται να εξαληφθεί, αν πάρουμε τέτοιου είδους μέτρα, θα περιοριστεί το κακό» εκτίμησε ο βουλευτής.

«Δεν είναι ελλειμματικό το νομικό μας πλαίσιο, αλλά η πραγματική πρόθεση αποκάλυψης του τι γίνεται στη Διοίκηση» υποστήριξε ο Μάκης Βορίδης (ΛΑΟΣ), εμφανιζόμενος επιφυλακτικός απέναντι στο νομοσχέδιο. «Ο κόσμος αυτό που θέλει, είναι, όταν μπαίνει στην επιχείρησή του ένας διεφθαρμένος υπάλληλος, να μπορεί κάπου να το πει και να είναι προστατευμένος από τους φίλους του υπαλλήλου που θα μπουν την επομένη μέρα στο μαγαζί του να του το διαλύσουν». Αντίστοιχα, για το πόθεν έσχες, ο εισηγητής του ΛΑΟΣ παρατήρησε πως «αντί η κυβέρνηση να προβλέψει επάνδρωση των υπηρεσιών για ουσιαστικό έλεγχό του, θεσπίζει νέες κακουργηματικές διατάξεις».

Αντίστοιχα, ο Νίκος Τσούκαλης (ΣΥΡΙΖΑ), παρατήρησε πως το νομοσχέδιο εστιάζεται στην καταστολή της διαφθοράς και όχι στην πρόληψή της και πως, «αν δεν υπάρξουν οι δομές υποστήριξής του, μπορεί μέσω των καταγγελιών, να οδηγήσει σε τερατογεννέσεις».

Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, υποστήριξε πως στη χώρα μας παρατηρείται «έλλειψη πολιτικής βούλησης εφαρμογής του πλαισίου και έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών και μηχανισμών ταχύτατης διεκπεραίωσης των υποθέσεων. Ακόμα και η Νιγηρία, διεκπεραίωσε την υπόθεση Siemens πιο γρήγορα απ’ ό,τι εμείς». Στο πλαίσιο αυτό, ο κος Τσούκαλης, πρότεινε να καταστεί η Εθνική Επιτροπή ενάντια στην νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εκ νέου ανεξάρτητη Αρχή, η οποία και να μπορεί να απευθύνεται στον υπουργό Δικαιοσύνης, προτείνοντάς του τις υποθέσεις που θα πρέπει να διευκρινιστούν κατά προτεραιότητα.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ