2 Μαρτίου 2010

Νέας Σμύρνης "Είναι ανεπίτρεπτον δι' εμέ να συμμετάσχω στο Δικαστήριο"

Επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο απέστειλε ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών, στην οποία εκφράζει την άρνησή του να συμμετάσχει ως αναπληρωματικό μέλος στο σημερινό Β΄βάθμιο δι΄ Αρχιερείς Συνοδικό δικαστήριο.

Η Επιστολή του Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης έχει ως εξής:

Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,

Έλαβον προ διημέρου το υπ᾽ αριθμ. πρωτ. 664/372/22-2-2010 Υμέτερον έγγραφον δια του οποίου καλούμαι να μετάσχω ως αναπληρωματικόν μέλος εις το Δευτεροβάθμιον δι᾽ Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον την 2αν του μηνός Μαρτίου 2010. Απαντών, ευσεβάστως προάγομαι να Σας αναφέρω τα ακόλουθα :

1. Συγκρότησις και σύγκλησις κατά Νόμον Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου προϋποθέτει διεξαγωγήν κανονικής εκκλησιαστικής δίκης εις πρώτον βαθμόν, επί τη βάσει δικαστικού φακέλλου νομίμως σχηματισθέντος, και απόφασιν, την οποίαν ο καταδικασθείς Αρχιερεύς εκκαλεί εμπροθέσμως ενώπιον του Δευτεροβαθμίου δι᾽ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου.

2. Αναφορικώς με την περίπτωσιν του τέως Μητροπολίτου Αττικής κ. Παντελεήμονος διερωτώμαι : Ποία είναι η πρωτόδικος δίκη και απόφασις προς εξέτασιν της οποίας θα συνέλθη το Δευτεροβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον; Ο σχηματισθείς κατ᾽ αυτού δικαστικός φάκελλος υπό του εκκλησιαστικού ανακριτού Σεβ. Μητροπολίτου Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ εξετασθείς, ως εξητάσθη, υπό του Πρωτοβαθμίου δι᾽ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρί ου εν συμβουλίω την 9ην Μαρτίου 2009 ετέθη εις το Αρχείον, του Δικαστηρίου αποφανθέντος κατά πλειονοψηφίαν ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν και αναστείλαντος πάσαν περαιτέρω δίωξιν.

3. Πρωτόδικος δίκη και απόφασις όμως δεν είναι ούτε η ακολουθηθείσα ειδική διαδικασία και απόφασις καθαιρέσεως του ως άνω Αρχιερέως υπό του Πρωτοβαθμίου δι᾽ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου την 5ην Μαΐου 2009, κατόπιν της γνωστοποιήσεως της υπ᾽ αριθμ. 778/2009 αποφάσεως του Αρείου Πάγου δια της οποίας καθίστατο αμετάκλητος η καταδίκη του εν λόγω Αρχιερέως εις κάθειρξιν εξ (6) ετών και στέρησιν επί τριετίαν των πολιτικών δικαιωμάτων του δια κακουργηματικάς πράξεις.

4. Η εν λόγω διαδικασία προβλέπεται ρητώς υπό του άρθρου 160 του Νόμου 5383/1932. Δυνατότης όμως εφέσεως Αρχιερέως καθαιρεθέντος κατά το ως άνω άρθρον, ως η περίπτωσις του τέως Μητροπολίτου Αττικής κ. Παντελεήμονος, φρονώ ταπεινώς ότι δεν υφίσταται. Το άρθρον είναι απολύτως σαφές, και τούτο εδέχθη και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ομοφώνως κατά την έκτακτον συνεδρίαν αυτής την 12ην τρέχοντος μηνός, συμφώνως προς την παράγραφον β’ του επισήμου Δελτίου Τύπου της αυτής ημέρας. Πως, λοιπόν, παρά την σαφήνειαν του σχετικού άρθρου και την ομόφωνον Συνοδικήν απόφασιν, συγκαλείται σήμερον το περί ου ο λόγος Συνοδικόν Δικαστήριον; Επιτρέψατέ μοι την εκτίμησιν, αν και δεν είμαι νομικός, ότι η σύγκλησις Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου προς επανεξέτασιν της εν λόγω αποφάσεως δεν είναι σύννομος και είναι ενδεχόμενον να προκαλέση διάφορα προβλήματα.

5. Η ταπεινότης μου ως μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά την 147ην Συνοδικήν περίοδον (2004-2005) —παρά την υπ᾽ εμού εν Συνόδω διατυπωθείσαν απερίφραστον αντίθεσιν δια κανονικούς λόγους προς την περιώνυμον παράγραφον 8 (προσθήκη) του άρθρου 34 του Νόμου 590/1977— συμμερισθείς το σκεπτικόν της προτάσεως του τότε Προέδρου αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, εψήφισα κατά μήνα Ιανουάριον του έτους 2005 υπέρ της επί εξάμηνον διαθεσιμότητος και κατά μήνα Αύγουστον του ιδίου έτους υπέρ της οριστικής απομακρύνσεως από του Μητροπολιτικού Θρόνου του τότε Μητροπολίτου Αττικής κ. Παντελεήμονος. Ως εκ τούτου είναι ανεπίτρεπτον δι᾽ εμέ να συμμετάσχω ως μέλος Δικαστηρίου εις δίκην αφορώσαν εις τον ως άνω τέως Μητροπολίτην.

6. Πρός τούτοις, ας προσθέσω και τα εξής : Ως Μητροπολίτης της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος με την διαβεβαίωσιν, την οποίαν παρέσχον προ της αναλήψεως των καθηκόντων μου, ανέλαβον ελευθέρως και ενσυνειδήτως την υποχρέωσιν να σέβωμαι και να υπακούω εις το Σύνταγμα και τους Νόμους του Κράτους. Μακράν εν τούτοις απ᾽ εμού και η παραμικρά πολιτειοκρατική αντίληψις διοικήσεως των πραγμάτων της Εκκλησίας και άσκησις του επισκοπικού λειτουργήματος.

Όμως, εν βάρει της αρχιερατικής συνειδήσεώς μου, οφείλω να δηλώσω, ότι συνεπής προς εαυτόν έχω χρέος να σεβασθώ τον νόμον 5383/1932, επί τη βάσει του οποίου η Εκκλησία μας επί 78 συνεχή έτη ασκεί την δικαστικήν της εξουσίαν· νόμον του οποίου την ισχύν παρατείνει μέχρι της σήμερον ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας (Ν. 590/1977), ο καλύτερος και εκκλησιολογικώς εγκυρότερος Καταστατικός Χάρτης από της αναγνωρίσεως του Αυτοκεφάλου, εις την επιψήφισιν του οποίου υπό της Ελληνικής Βουλής συνεφώνησεν εκθύμως τόσον η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας όσον και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Σύστημα σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, το οποίον η Εκκλησία μας ελευθέρως αποδέχεται και ακολουθεί· εκκλησιαστικοί νόμοι, οι οποίοι ψηφίζονται υπό της Πολιτείας τη συναινέσει της Εκκλησίας και τους οποίους αυτή τηρεί επί μακράν σειράν ετών εις ουδεμίαν περίπτωσιν δύνανται να χαρακτηρίζωνται αβασανίστως ως «κοσμικαί επεμβάσεις». Αν ο εν λόγω νόμος ως προς ωρισμένας διατάξεις του χρήζει αναθεωρήσεως επί το κανονικώτερον η βελτιώσεως υπό το φως ορθοτέρων συγχρόνων δικαιϊκών αντιλήψεων, οφείλομεν να το επιδιώξωμεν. Μέχρι τότε όμως είμεθα υποχρεωμένοι να ακολουθώμεν τα όσα επιτάσσει.

Επί τη βάσει των ανωτέρω θεωρών μη σύννομον την σύγκλησιν του Δευτεροβαθμίου δι᾽ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου, εις το οποίον με προσκαλείτε να μετάσχω ως αναπληρωματικόν μέλος του δια του προαναφερθέντος εγγράφου Σας, ευσεβάστως Σας γνωρίζω ότι δια λόγους συνειδήσεως δεν δύναμαι να προσέλθω.

Ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός

† Ο ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΣΥΜΕΩΝ