3 Μαρτίου 2010

ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ




του Ανδρέα Πενταρά*

Στις 18 Φεβρουαρίου 2010 η ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων, ενέκρινε ομόφωνα ψήφισμα με το οποίο καταγγέλλεται το απαράδεκτο καθεστώς της συνθήκης εγγυήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ψήφισμα εισηγήθηκε ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ κ. Γιαννάκης Ομήρου και όπως ήταν αναμενόμενο, το στήριξαν όλα τα πολιτικά κόμματα.

Διαβάζοντας ολόκληρο το κείμενο του ψηφίσματος, εκείνο που πρώτα διαπιστώνουμε, είναι ότι η Βουλή διαπράττει το ίδιο σφάλμα που διαπράττουν και οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Να διαχωρίζουν δηλαδή το ζήτημα της συνολικής ασφάλειας της Κύπρου από το ζήτημα των εγγυήσεων. Ενώ, όπως είναι πολύ καλά γνωστό, η πτυχή της ασφάλειας αποτελείται από τα εξής επί μέρους κεφάλαια. Τη συνθήκη εγγυήσεων (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία), τη συνθήκη συμμαχίας (Κύπρος, Ελλάδα, Τουρκία), τη συνθήκη εγκαθίδρυσης (Βρετανικές βάσεις), το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (συγκρότηση Κυπριακού στρατού), το ψήφισμα υπ αρ. 186/1964 του ΣΑ του ΟΗΕ (Ειρηνευτική Δύναμη) και από 1ης Δεκεμβρίου 2009 τη συνθήκη της Λισσαβόνας, στην οποία για πρώτη φορά, καθορίζεται ένα συλλογικό σύστημα άμυνας των κρατών μελών στη περίπτωση που θα υποστούν εξωτερική επίθεση.


Όλα τα πιο πάνω κεφάλαια που συνιστούν με βάση το διεθνές δίκαιο το πλέγμα της ασφάλειας της Κύπρου, είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Το ένα επηρεάζει το άλλο. Ο διαχωρισμός των εγγυήσεων από όλα τα υπόλοιπα και ιδιαίτερα όταν αυτός προέρχεται από ένα κορυφαίο θεσμικό όργανο, τη Βουλή των Αντιπροσώπων, μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει στη κοινή γνώμη η οποία θέτει τα ζητήματα ασφάλειας στη κορυφή του ενδιαφέροντός της αναφορικά με τη λύση του Κυπριακού. Διαβάζοντας το περιεχόμενο του ψηφίσματος θα αναρωτηθεί κανείς γιατί π.χ. δεν αναφέρεται σ αυτό η συνθήκη συμμαχίας, η οποία προβλέπει τη παραμονή Τουρκικού - και Ελληνικού - στρατιωτικού αποσπάσματος στη Κύπρο. Προσωπικά δεν είμαι βέβαιος ποιά από τις δύο συνθήκες είναι η χειρότερη. Και εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί το ψήφισμα δεν κάνει μνεία για τη κατάργηση όχι μόνο της συνθήκης εγγυήσεων αλλά και της συνθήκης συμμαχίας; Είναι βέβαιο ότι, αν η Τουρκία στη προσπάθειά της να προσδώσει διεθνή νομιμότητα στη παράνομη εισβολή του 1974, επικαλείτο τη συνθήκη συμμαχίας αντί της συνθήκης εγγυήσεων – κάτι που θα μπορούσε να πράξει - σήμερα οι εγγυήσεις θα ήταν άγνωστες και κανείς δεν θα ασχολείτο με αυτές.

Η εγγραφή του θέματος των εγγυήσεων στη Βουλή ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για συζήτηση του όλου πλέγματος της ασφάλειας της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας –κάτι που δεν έγινε - ιδαίτερα μετά την ανακοίνωση από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας της συμφωνίας με τον Ταλάτ για πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου, κάτι με το οποίο διαφωνούν όλες ανεξαίρετα οι πολιτικές δυνάμεις πλην του ΑΚΕΛ. Εκείνο όμως που με έμφαση θα έπρεπε να ασχοληθεί η Βουλή, είναι η Ευρωπαϊκή διάσταση του ζητήματος της ασφάλειας της Κύπρου, ύστερα από τη λειτουργία της συνθήκης της Λισσαβόνας. Και τούτο γιατί το σύστημα της συλλογικής άμυνας των κρατών μελών εναντίον εξωτερικού εχθρού, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση τόσο με τη συνθήκη εγγυήσεων όσο και με τη συνθήκη συμμαχίας. Και το καλύτερο επιχείρημα για τη κατάργηση και των δύο αυτών συνθηκών είναι η συνθήκη της Λισσαβόνας. Η οποία όμως για να ισχύσει, προϋποθέτει την ενεργοποίηση του άρθρου 51 του καταστατικού χάρτη των ΗΕ που αναφέρεται στην άσκηση του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Πως όμως η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία θα ασκήσει το δικαίωμα αυτό, αφού με την αποστρατιωτικοποίηση δεν θα έχει Ένοπλες Δυνάμεις; Ειδικά δε για τη Κύπρο, υπάρχει και μια άλλη προϋπόθεση προκειμένου να καταστεί δυνατή η στρατιωτική βοήθεια από τα άλλα μέλη της ΕΕ. Πρόκειται για την αναγκαιότητα συμμετοχής της στο πρόγραμμα ΄΄Συνεταιρισμός για την Ειρήνη΄΄. Το ζήτημα αυτό είναι καθαρά τεχνικοεπιχειρησιακό και δεν έχει σχέση με τη συνθήκη της Λισσαβόνας. Με δεδομένο όμως ότι η Κύπρος δεν έχει διασυνδεθεί τεχνικά και επιχειρησιακά με το ΝΑΤΟ, ώστε οι Ένοπλες της Δυνάμεις να μιλούν την ίδια ΄΄γλώσσα΄΄ (κοινοί κώδικες, τυποποιιήσεις, διαδικασίες μάχης, συνεννόηση κλπ) με τις υπόλοιπες 26 χώρες που ανήκουν είτε στο ΝΑΤΟ είτε στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, είναι φανερό ότι καμιά χώρα δεν θα διακινδυνεύσει να αποστείλει τους στρατιώτες της στη Κύπρο χωρίς τη διασφάλιση μιας ελάχιστης συνεννόησης των Ενόπλων της Δυνάμεων με τις αντίστοιχες Κυπριακές. Μήπως τελικά αυτά τα δύο ζητήματα (αποστρατιωτικοποίηση και άρνηση συμμετοχής στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη) είναι η αιτία που δεν γίνεται καμιά εφόλης της ύλης συζήτηση για τα ζητήματα ασφάλειας μετά τη λύση;


*υποστράτηγος ε.α.