ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Το κουκούλωμα της υπόθεσης των συμβασιούχων της ΔΕΥΑΡ επιχειρεί η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με έγγραφο – απάντηση που απέστειλε στη Βουλευτή Δωδεκανήσου Μίκα Ιατρίδη, αγνοώντας προκλητικά την ταλαιπωρία των εργαζομένων που παραμένουν χωρίς δουλειά, μετά από χρόνια απασχόλησης στις επιχειρήσεις του Δήμου Ροδίων.
Το κατά τ’ άλλα σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ δείχνει το πιο σκληρό του πρόσωπο επικαλούμενο νομικά αβάσιμες και ανυποστήρικτες γνωμοδοτήσεις του ΑΣΕΠ, που έκριναν προσωρινά έως την εκδίκαση της υπόθεσης από τα πολιτικά δικαστήρια, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη μονιμοποίηση των εργαζομένων της δημοτικής επιχείρησης, φορτώνοντας αδίστακτα στις πλάτες των συμβασιούχων διαχρονικές ευθύνες και παραλήψεις πολιτικών και διοικήσεων.
Η κυβερνητική απόφαση ξεκαθαρίζει την επιλογή για εργασιακή ομηρία και ανασφάλεια, κυρίως νέων ανθρώπων, που από τη μια στιγμή στην άλλη έμειναν χωρίς τίποτα. Κυριολεκτικά στο δρόμο.
Θυμίζουμε ότι αντίθετα με ότι κάνει η σημερινή κυβέρνηση, η κυβέρνηση της Ν.Δ. μερίμνησε χωρίς καμία διάκριση για τακτοποίηση των συμβασιούχων, με όμοια εργασιακά δικαιώματα και προσπάθησε μέχρι τις εκλογές, με την κατάθεση τροπολογιών, για την οριστική τακτοποίηση τους.
«Η ευθύνη αυτή με δεσμεύει σε αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή τους θα είμαι δίπλα τους ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέτησης τους.»
(Συνημμένα οι απαντήσεις του κ. Υπουργού και του ΑΣΕΠ)
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ &
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΘΕΜΑ: Στελέχωση βιολογικού καθαρισμού ΔΕΥΑ Ρόδου.
ΣΧΕΤ: Ερωτ. 2885/18-12-2009
Σε συνέχεια της ανωτέρω σχετικής Ερώτησης που κατέθεσε στη Βουλή η Βουλευτής κ. Ιατρίδη, αναφορικά με το αντικείμενο του θέματος, σας αποστέλλουμε σε φωτοαντίγραφο το Α.Π. 16447/9-12-2009 έγγραφο της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και το συνημμένο σε αυτό 5361/8-12-2009 έγγραφο της ΔΕΥΑ Ρόδου, τα οποία απεστάλησαν στην υπηρεσία μας σε απάντηση Ερώτησης όμοιου περιεχομένου που είχε κατατεθεί στη Βουλή (συγκεκριμένα της αριθμ. 1700/27-11-2009) καθώς και του Α.Π. 4743/29-12-2009 εγγράφου του ΑΣΕΠ για ενημέρωσή σας.
Συμπληρωματικά σας γνωρίζουμε τα εξής:
Σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, απαγορεύεται η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων μίσθωσης έργου σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Οι υπηρεσίες θα πρέπει να καλύπτουν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες τους μετά από προκήρυξη με πλήρωση θέσεων τακτικού προσωπικού και τις πρόσκαιρες ή παροδικές με προσωπικό ορισμένου χρόνου, ανάλογα με τη φύση των αναγκών, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στις διατάξεις του ν. 3812/2009 «Αναμόρφωση συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και άλλες διατάξεις».
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Γιάννης Ραγκούσης
ΑΣΕΠ
ΘΕΜΑ: «Η αριθμ. 2885/18-12-2009 Ερώτηση».
Σχετ.: Το από 21-12-2009 έγγραφό σας.
Σχετικά με την ανωτέρω ερώτηση που κατατέθηκε από την βουλευτή Δωδεκανήσου κα Τσαμπίκα (Μίκα ) Ιατρίδη, σας γνωρίζουμε τα εξής:
Με το από 20-1-2009 πόρισμα της αρμόδιας Επιθεωρήτριας – Συμβούλου του Α.Σ.Ε.Π. διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, η κατά παράβαση των διατάξεων του ν.2190/1994 σύναψη συμβάσεων μίσθωσης έργου από την Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης του Δήμου Ροδίων με είκοσι δυο (22) άτομα για την κάλυψη αναγκών του Βιολογικού Καθαρισμού, οι οποίες, σύμφωνα με το πόρισμα, κρίθηκαν ως πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Το ως άνω πόρισμα καταλήγει ότι η επιλογή των ως άνω ατόμων συνιστούν χαριστική μεταχείριση υπέρ συγκεκριμένων προσώπων κατά προσωπική εκτίμηση και επιλογή από αρμόδια όργανα, δέσμευση των οργανικών θέσεων μονίμου προσωπικού με τη μη προκήρυξη της πλήρωσής τους, στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής κάθε πολίτη στις διαδικασίες πλήρωσης κενών οργανικών θέσεων, κατά παράβαση των αρχών της δημοσιότητας, διαφάνειας, αντικειμενικότητας και αξιοκρατίας που διέπουν το όλο σύστημα προσλήψεων του ν.2190/1994.
Η ανάκληση των απολύσεων που, κατά την βουλευτή έλαβαν χώρα σε συμμόρφωση των αρμοδίων προς το πόρισμα του Α.Σ.Ε.Π. δεν είναι νομικά επιτρεπτή. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η ανωτέρω εργαζόμενοι δεν είναι δυνατό να ενταχθούν σε κενές ή συνιστώμενες οργανικές θέσεις αορίστου χρόνου, καθόσον οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 8 του αναθεωρηθέντος το έτος 2001 Συντάγματος απαγορεύουν ρητά την από τον νόμο μετατροπή των συμβάσεων προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή με συμβάσεις έργου στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Τέτοιες συμβάσεις ή άλλες σχέσεις εργασίας που είχαν συναφθεί μέχρι το έτος 2004, μπορούσαν να μετατραπούν σε σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μόνο με τις προϋποθέσεις και την διαδικασία των μεταβατικού χαρακτήρα διατάξεων του άρθρου 11 του Π Δ/τος 164/2004 ( ΦΕΚ 134Α και 135Α). Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι ακόμη και οι διατάξεις του άρθρου 11 του ως άνω Π Δ/τος κρίθηκαν από το Συμβούλιο Επικρατείας, κατά την επεξεργασία τους από το αρμόδιο Τμήμα του, οριακά συνταγματικά ανεκτές σύμφωνα με το άρθρο 118 παρ 7 του Συντάγματος ως μεταβατικές διατάξεις «τακτοποίησης» εκκρεμών εργασιακών σχέσεων για την εφαρμογή και μόνο της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, προς την οποία η χώρα μας είχε καθυστερήσει να συμμορφωθεί. Αντίθετα, οι πάγιες διατάξεις των άρθρων του νομοθετήματος αυτού απαγορεύουν τις διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια η παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών και σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων που καταρτίζονται δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, ενώ ο συνολικός χρόνος διάρκειας της απασχόλησης απαγορεύεται να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες. Μάλιστα το άρθρο 7 του ίδιου Π Δ/τος προβλέπει ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις για τους παραβάτες των ως άνω διατάξεων και, επιπλέον, των καταλογισμό σε βάρος των υπαιτίων των ποσών που καταβάλλονται στους εργαζόμενους ως αποζημίωση για τον χρόνο που εκτελέστηκαν οι ως άνω συμβάσεις. Συγκεκριμένα το άρθρο 7 ορίζει τα εξής:
«1. οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη.
2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέστηκε εν όλω ή εν μέρει καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για τον χρόνο που εκτελέστηκε η σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάσει τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στο εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο.
3. Όποιος υπερβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (αρθρο 5 Ν.1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ 5 του Ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα».
Το Α.Σ.Ε.Π θεωρεί ότι οι ως άνω ρυθμίσεις κρίνονται καθαυτές αποτελεσματικές και τελεσφόρες για την αποτροπή των καταχρηστικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, αρκεί να γίνονται σεβαστές και να επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται για την περίπτωση παράβασης τους. Όταν αυτό τηρείται, η Ελλάδα είναι συνεπείς και προς τις Ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της που απορρέουν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, δεδομένου ότι η εν λόγω Οδηγία δεν απαιτεί ούτε επιβάλλει την μετατροπή των καταχρηστικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου όταν υπάρχουν άλλα λυσιτελή μέσα προστασίας του εργαζομένου από τέτοιες καταχρηστικές συμβάσεις. Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί ότι ένα νέο άρθρο 11, όμοιο με εκείνο του Π. Δ. 164/2004, για την μετατροπή σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου των καταχρηστικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή των συμβάσεων έργου που υποκρύπτουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και καταρτίστηκαν μετά την ισχύ του ως άνω Π. Δ/τος προσκρούει σαφώς στις διατάξεις του άρθρου 118 παρ 7 του Συντάγματος, στην οποία στηρίχθηκε η παράκαμψη των ως άνω απαγορεύσεων του άρθρου 103 από το Π.Δ. 164/2004, δεν έχει πεδίο εφαρμογής σε συμβάσεις μεταγενέστερες του Διατάγματος αυτού.
Τέλος, το Α.Σ.Ε.Π. έχει την άποψη ότι η πρακτική κάλυψης πάγιων και διαρκών αναγκών του εν γένει δημόσιου τομέα με συμβασιούχους ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις έργου πρέπει να σταματήσει διότι είναι αντίθετη με τις διατάξεις των άρθρων 5,6 και 7 του Π.Δ. 164/2004 οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, αφενός απαγορεύουν την μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε σύμβαση αορίστου χρόνου και αφετέρου προβλέπουν ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις για τους παραβάτες αλλά και καταλογισμό σε βάρος των υπαίτιων των ποσών που καταβάλλονται στους εργαζομένους ως αποζημίωση για τον χρόνο που εκτελέστηκαν οι ως άνω συμβάσεις. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να παραπλανόνται ότι είναι επιτρεπτή και δυνατή η μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή των συμβάσεων έργου που υποκρύπτουν εξαρτημένη εργασία και ότι αυτές αποτελούν τον προθάλαμο για την μονιμοποίηση τους στο δημόσιο τομέα, χωρίς προηγούμενη επιτυχή συμμετοχή σε διαγωνισμούς που ελέγχονται από το Α.Σ.Ε.Π. Ο μόνος σωστός και νόμιμος τρόπος κάλυψης των πάγιων και διαρκών αναγκών του εν γένει δημόσιου τομέα είναι η προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων αυτών είτε με γραπτό διαγωνισμό είτε με σειρά προτεραιότητας, υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ, συμφώνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια που διασφαλίζουν τη δυνατότητα πρόσληψης-διορισμού σε όλους τους Έλληνες πολίτες με βασικές αρχές την αξιοκρατία, αντικειμενικότητα και διαφάνεια για την είσοδο στη δημόσια διοίκηση, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και ο ν.2190/1994.
Με εντολή Πρόεδρου
Αγησίλαος Μπακόπουλος
Αντιπροεδρος Α.Σ.Ε.Π.