2 Φεβρουαρίου 2010

Aλληλογραφία σε γκρίζο φόντο


Με πιο απλά λόγια, η διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας προϋποθέτει συ ζήτηση επί κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Για να το απλοποιήσουμε ακόμη περισσότερο, προϋποθέτει συμφωνία για να «βρούμε» σε ποια από τις δύο χώρες ανήκουν, για παράδειγμα, τα νησιά των Ιμίων.Πάντως χτες ο Τούρκος πρωθυπουργός, αφού διάβασε την επιστολή Παπανδρέου, εμφανίστηκε ικανοποιημένος που η... προσφορά του έγινε απο δεκτή. Γιατί όχι άλλωστε;

Χρειάστηκε πάνω κάτω δυο μήνες ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέ ου για να απαντήσει θετικά στην πρό ταση για εφ’ όλης της ύλης διάλογο που είχε απευθύνει με επιστολή του ο Ερντογάν. Ίσως όλος αυτός ο χρόνος να ήταν απαραίτητος για να «χωνέψουμε» πως ο Τούρκος πρωθυπουρ γός μάς έκανε μια πρόταση την οποία δεν μπο ρούμε να... αρνηθούμε.

Οι σινεφίλ μάλλον θυμούνται τη φράση από τις ταινίες του Νονού: «Θα σου κάνω μια προσφορά που δεν μπορείς να αρνηθείς». Ένας που τόλμη σε (στην ταινία) να αρνηθεί, ξύπνησε στο κρεβάτι του με το κεφάλι του αλόγου του (χωρίς το άλογο) αγκαλιά... Αυτά βέβαια, θα πει κανείς, γίνονται στις ταινίες...

Στο σίριαλ των ελληνοτουρκικών σχέσεων η «αγριότητα» είναι συγκαλυμμένη. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η Τουρκία έχει τη διάθεση να κρύ ψει από τις διπλωματικές της κινήσεις τον «τσα μπουκά» της τοπικής υπερδύναμης. Η επιστολή που από τον περασμένο Οκτώβριο είχε στείλει στον Γ. Παπανδρέου ο Ταγίπ Ερντογάν περιγρά φει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο η τούρκικη διπλωματία κινείται – πρωτοπαλίκαρο του μεγά λου (αμερικάνικου) αφεντικού – για να επιβάλει τις απόψεις της.

Στην επιστολή του Ερντογάν υπήρξε μια λεπτομερής καταγραφή των τούρκικων απόψεων θέ σεων για όλα τα ζητήματα που εγείρει η Άγκυρα εις βάρος της Ελλάδας:

Νησιά, νησίδες και βράχοι στο Αιγαίο με αδιευκρίνιστη κυριαρχία (γκρίζες ζώνες).

Εύρος ελληνικών χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου.

Στρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολι κού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων.

Διασφάλιση των δικαιωμάτων της μουσουλμα νικής («τούρκικης» για την Άγκυρα) μειονότητας της Θράκης.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για όλα αυτά τα ζητήματα η Τουρκία εμπράκτως φροντίζει να υπεν θυμίζει τις θέσεις της. Οι καθημερινές πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών ακόμη και πάνω από κα τοικημένα ελληνικά νησιά χρησιμοποιούνται για να παραμένουν στην επικαιρότητα οι τούρκικες θέσεις και για να δημιουργείται η πίεση προς την Αθήνα για να διαπραγματευτεί ώστε να βρεθεί λύση.

H απάντηση του Παπανδρέου
Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς για ποιους λόγους οι ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν δυσκολεύ ονταν να αποδεχτούν την τούρκικη «προσφορά» για διάλογο. Η αποδοχή ενός διαλόγου θα υποχρέ ωνε την όποια ελληνική κυβέρνηση να συζητήσει για το αν έχουν δικαίωμα ή όχι να πετούν μαχητικά της Τουρκίας, για παράδειγμα, πάνω από το Αγα θονήσι.

Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Γ. Παπανδρέου «βλέπει» στην προσφορά διαλόγου από τον Ερντογάν πε ρισσότερες ευκαιρίες από τους δεδομένους κινδύνους. Για τον λόγο αυτόν στην επιστολή απάντηση ο πρωθυπουργός εμφανίζεται πρόθυμος να επανα λάβει μια συζήτηση, την οποία άλλωστε είχε πραγ ματοποιήσει και ως υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Σημίτη μεταξύ 1999 και 2004.

Στην απάντησή του ο Γ. Παπανδρέου, σύμφωνα με την εκτεταμένη περίληψη που δόθηκε στη δη μοσιότητα, στην ουσία αρχίζει τον διάλογο με την παρουσίαση των ελληνικών θέσεων:

Η τούρκικη απειλή πολέμου (casus belli) δεν συνάδει με την προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων μέσω διαλόγου.

Η τούρκικη πρακτική των υπερπτήσεων και των παραβιάσεων πολλαπλασιάζει τις δυσκολίες των διαπραγματεύσεων.

Η πραγματοποίηση τούρκικων ερευνών στη μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα υπονομεύει τις όποιες συνομιλίες.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει πως η μουσουλμανική μειονότητα είναι ζήτημα ελλη νοτουρκικού διαλόγου.

Κατά τα λοιπά, ο πρωθυπουργός στην επιστολή του συμφωνεί απολύτως με την ανάγκη έναρξης ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου. Ο Γ. Παπαν δρέου, μάλιστα, προτείνει και μια διαδικασία η οποία θα εξελιχθεί σε καθορισμένο εκ των προτέ ρων χρονοδιάγραμμα.

Η ελληνική κυβέρνηση, ειδικότερα, θεωρεί ότι οι επιτροπές εμπειρογνωμόνων των ΥΠΕΞ των δύο χωρών, που συνεδριάζουν ανά τακτά χρονικά δια στήματα από το 1999, μπορούν εντός καθορισμέ νου από Αθήνα και Άγκυρα χρόνου να υποβάλουν τα συμπεράσματα της συζήτησής τους για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Στην περίπτω ση που δεν υπάρξει σύμπτωση απόψεων το υλικό της συζήτησης μπορεί να υποβληθεί – συμφωνη μένα από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας – στο δικαστήριο της Χάγης, το οποίο θα γνωμο δοτήσει.

Με τον τρόπο αυτόν η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι, ακολουθώντας τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, μπορεί να διευθετήσει το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, το οποίο ανα γνωρίζει ως το μόνο υπαρκτό ελληνοτουρκικό πρόβλημα. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, κρύβει ένα σημαντικό και εξαιρετικά επικίνδυνο τμήμα της πραγματικότητας των ελληνοτουρκικών σχέ σεων, έτσι όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από την κρίση των Ιμίων και έπειτα:

Προκειμένου να υπάρξει συμφωνία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας θα πρέπει προηγου μένως να διευκρινιστεί ποιο νησί, βράχος ή βραχο νησίδα του Αιγαίου ανήκει σε ποιον.

Με πιο απλά λόγια, η διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας προϋποθέτει συ ζήτηση επί κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Για να το απλοποιήσουμε ακόμη περισσότερο, προϋποθέτει συμφωνία για να «βρούμε» σε ποια από τις δύο χώρες ανήκουν, για παράδειγμα, τα νησιά των Ιμίων...

Πάντως χτες ο Τούρκος πρωθυπουργός, αφού διάβασε την επιστολή Παπανδρέου, εμφανίστηκε ικανοποιημένος που η... προσφορά του έγινε απο δεκτή. Γιατί όχι άλλωστε;


Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/02/thumb.html#ixzz0eMb3jzZO