ΔΥΣΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ (αγραμματισμός / παραγραμματισμός)
|
Ο δυσγραμματισμός είναι μια διαταραχή του λόγου που αναφέρεται στο συντακτικό και μορφολογικό επίπεδο της γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα αφορά δυσκολίες στο σχηματισμό προτάσεων στον προφορικό και το γραπτό λόγο από συντακτικής και γραμματικής άποψης. Παρουσιάζονται δηλαδή δυσκολίες στη χρήση κανόνων που ορίζουν τη μορφή των λέξεων ή την κλίση των ρημάτων και τη θέση αυτών στην πρόταση (μορφοσυντακτικές διαταραχές), προκειμένου να είναι ο λόγος καταληπτός και σωστός. Το παιδί έχει πρόβλημα στο να εκφράσει τις σκέψεις του σύμφωνα με τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της γλώσσας.
Ο δυσγραμματισμος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανικανότητα του ατόμου να εκφράσει τις σκέψεις του με τη σωστή χρήση ουσιαστικών στη σωστή πτώση και τη σωστή χρήση ρημάτων στο σωστό πρόσωπο ή χρόνο σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής. Η χρήση άρθρων και προθέσεων, ο σχηματισμός του πληθυντικού αριθμού και της παθητικής φωνής, αποτελούν επιπλέον δυσκολίες.
Ο δυσγραμματισμός μπορεί να παρατηρείται σε παιδιά μέχρι και το 4ο έτος ηλικίας τους, περίοδο κατά την οποία ο λόγος δεν είναι πλήρως διαμορφωμένος αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη, και να θεωρείται φυσιολογικός. Όταν όμως περάσουν τα 4 χρόνια και ο δυσγραμματισμος εξακολουθεί να εμμένει τότε υπάρχει πρόβλημα και το πιο πιθανό είναι να συνυπάρχει με τη δυσλαλία (Δυσλαλία =διαταραχή κατά την οποία το παιδί αποτυγχάνει να εκφέρει σωστά έναν ή περισσότερους φθόγγους (Δράκος 1998).
Ο δυσγραμματισμός δεν εμφανίζεται ποτέ μεμονωμένος αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης γλωσσικής διαταραχής. Δηλαδή παράλληλα με τον δυσγραμματισμό είναι δυνατόν να υπάρχουν διαταραχές στην άρθρωση ή στο λεξιλόγιο (σημασιολογικές διαταραχές).
Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι ο δυσγραμματισμος συνδέεται τόσο με την κωδικοποίηση όσο και με την αποκωδικοποίηση της γλώσσας.
- Στην κωδικοποίηση, ο δυσγραμματισμός εμποδίζει τη μετάδοση ενός ολοκληρωμένου μηνύματος ώστε η επικοινωνία δυσκολεύει.
- Στην αποκωδικοποίηση, ο δυσγραμματισμος εμποδίζει την αποκρυπτογράφηση και την επεξεργασία των μηνυμάτων του πομπού, ώστε και σε αυτήν την περίπτωση δημιουργούνται προβλήματα.
Είδη δυσγραμματισμού
Σύμφωνα με τον Reemler (1975) ο δυσγραμματισμός διακρίνεται σε:
- Δυσγραμματισμό πολύ βαριάς μορφής: όπου το άτομο αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα επικοινωνίας, καθώς χρησιμοποιεί μεμονωμένες λέξεις τις οποίες συνοδεύει με μιμητικές κινήσεις για να γίνει κατανοητό από τους άλλους.
- Δυσγραμματισμό βαριάς μορφής: ο λόγος του παιδιού έχει την πιο απλή μορφή, έτσι οι προτάσεις αποτελούνται από ρήμα και υποκείμενο. Κάνει πολλά γραμματικά και συντακτικά λάθη.
- Δυσγραμματισμό μέσης μορφής: οι προτάσεις και σε αυτή τη μορφή είναι απλές αλλά αποτελούνται από περισσότερες λέξεις (6-7). Οι προτάσεις έχουν σταθερή δομή και χρήση, ωστόσο δεν λείπουν τα λάθη στη γραμματική και το συντακτικό. Άρθρα, αντωνυμίες, σύνδεσμοι και προθέσεις δεν χρησιμοποιούνται.
- Δυσγραμματισμό ελαφριάς μορφής: σε αυτό το είδος δυσγραμματισμού οι προτάσεις έχουν περισσότερες λέξεις και τα γραμματικά λάθη έχουν μειωθεί.
Αιτιολογία
Βασική αιτία του δυσαγραμματισμού είναι η σωστή ή όχι χρήση της γλώσσας στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού. Το παιδί των 4 χρόνων έχει ως πρότυπο τη γλώσσα των προσώπων του οικογενειακού του περιβάλλοντος την οποία ακούει καθημερινά. Επομένως ο δυσγραμματισμος μπορεί να είναι το αποτέλεσμα περιβαλλοντικών παραγόντων όπως: η οικογένεια.
Επίσης μπορεί να οφείλεται και σε :
- καθυστερημένη γλωσσική εξέλιξη
- ελλιπή διαπαιδαγώγηση
- μειωμένο γλωσσικό αίσθημα (δηλαδή ενώ κάποιος μιλάει στο παιδί και του προσφέρει γλωσσικά ερεθίσματα, εκείνο δεν ανταποκρίνεται αλλά μένει απαθές)
- πρόωρες εγκεφαλικές βλάβες
- ενδοκρινικές διαταραχές
- χαμηλή νοημοσύνη
- ψυχοκινητικές βλάβες και αντιληπτικές αδυναμίες
- περιορισμένη ακουστική μνήμη
- διαταραχή στη συγκέντρωση της προσοχής
- διαταραχές στην ικανότητα διαφοροποίησης στο φωνητικό, οπτικό και κιναισθητικό τομέα
Θεραπεία
Επειδή το άτομο με δυσγραμματισμό δυσκολεύεται να χρησιμοποιήσει σωστά τους συντακτικούς και τους γραμματικούς κανόνες της γλώσσας, η θεραπευτική προσέγγιση θα προσπαθήσει να βοηθήσει το παιδί να ξεπεράσει αυτά του τα προβλήματα. Και επειδή κάθε παιδί είναι διαφορετικό και έχει τον δικό του ξεχωριστό και προσωπικό βαθμό ανάπτυξης με αποτέλεσμα να αποτελεί μοναδική περίπτωση, η θεραπεία του πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Πρωταρχικό μέλημα βέβαια θα πρέπει να είναι ο εντοπισμός των δυσκολιών του παιδιού. Έπειτα με τις κατάλληλες ασκήσεις θα επιδιωχθεί η παραγωγή και η δόμηση ενός συστήματος γραμματικό-συντακτικών κανόνων. Στις ασκήσεις αυτές θα πρέπει το παιδί να επαναλαμβάνει λέξεις ή προτάσεις που ακούει από τον θεραπευτή, ώστε να το βοηθήσουν να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο του και να μάθει να χρησιμοποιεί σωστά τον λόγο. Στις ασκήσεις χρησιμοποιούνται διάφορα βοηθητικά μέσα όπως εικόνες και παιχνίδια. Η θεραπευτική προσέγγιση θα ακολουθήσει κλιμακωτά βήματα, θα ξεκινήσει δηλαδή από το γλωσσικό στάδιο που κατέχει το παιδί και σταδιακά θα προχωρήσει στα επόμενα.