Του Θανου Π. Ντοκου*
Στην ερχόμενη συνάντηση κορυφής της Ε.Ε. θα συζητηθούν δύο ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος: οι σχέσεις της Ε.Ε. με την ΠΓΔΜ και την Τουρκία. Οσον αφορά την ΠΓΔΜ, φαίνεται να πετυχαίνει η ελληνική προσπάθεια για αναβολή της συζήτησης περί ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Στο ζήτημα της Τουρκίας, η Αθήνα και η Λευκωσία βρίσκονται προ διλήμματος. Ορισμένοι, εντός των τειχών, μιλούν για μονομερές πάγωμα πρόσθετων κεφαλαίων.
Αλλά αναρωτιέται κανείς τι όφελος θα είχαμε επιστρέφοντας στη σκληρή στάση του παρελθόντος, η οποία δοκιμάστηκε χωρίς θετικά αποτελέσματα. Ούτως ή άλλως οι διαπραγματεύσεις προχωρούν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς λόγω αντίθεσης Γαλλίας και Γερμανίας στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Από την άλλη πλευρά, σχεδόν κανείς δεν επιθυμεί αυτή τη στιγμή τον εκτροχιασμό των ευρωτουρκικών σχέσεων και στη σύνοδο της Ε.Ε. θα αναζητηθεί μια συμβιβαστική διατύπωση.
Σε διμερές επίπεδο, παρά τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Νταβούτογλου, όχι μόνο δεν διαφαίνονται άμεσες προοπτικές για ουσιαστική πρόοδο στα διμερή ζητήματα, αλλά η γειτονική χώρα έχει ανεβάσει τους τόνους με την έμπρακτη αμφισβήτηση κατοικημένων ελληνικών νησιών στο Αιγαίο, στο πλαίσιο της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών». Προβληματισμό προκαλεί και η εμφανής γεωστρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα. Αναζητείται επειγόντως «Σχέδιο Β» που θα συμπληρώσει την τρέχουσα στρατηγική μας για ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας και η οποία δεν φαίνεται να αποδίδει καρπούς λόγω της απουσίας ορατού «ευρωπαϊκού οφέλους» για την Αγκυρα.
Το πρόβλημα είναι ότι ενώ υπάρχει γενική συμφωνία περί ανάγκης αλλαγής στρατηγικής, ουδείς έχει, τουλάχιστον δημόσια, να προτείνει κάτι συγκεκριμένο, πέραν γενικόλογων παραινέσεων περί «σκλήρυνσης της στάσης μας». Προφανώς κάποιοι επιθυμούν την επιστροφή στην αλησμόνητη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεκαετία του 1990. Δυστυχώς, δεν δύναμαι να συμβάλω με μια ολοκληρωμένη πρόταση στη συζήτηση περί νέας στρατηγικής, παρά μόνο με σκέψεις αποσπασματικού χαρακτήρα.
Βραχυπρόθεσμα η Αθήνα θα πρέπει να διερευνήσει τις προθέσεις της Αγκυρας μέσω επισήμων αλλά και ατύπων διαύλων επικοινωνίας και να επιδιώξει τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο. Η λειτουργική επίλυση του ζητήματος των παραβάσεων με τρόπο που δεν θα θίγει τα εθνικά συμφέροντα θα αφαιρέσει μια καθημερινή πηγή τριβών. Οπωσδήποτε δεν βλάπτει η συνέχιση και διεύρυνση της οικονομικής και ενεργειακής συνεργασίας, ενώ ιδιαίτερα επιβοηθητική σε οποιαδήποτε διπλωματική προσπάθεια έναντι της Τουρκίας θα είναι η διατήρηση της αποτρεπτικής ικανότητας.
Αν και είναι χρήσιμες οι επαφές σε διάφορα επίπεδα («επιτρέπεται» ακόμη και η μυστική διπλωματία, που εσχάτως ενοχοποιήθηκε, ωσάν να έπρεπε να είναι όλες οι διπλωματικές διεργασίες σε δημόσια θέα), δεν θα πρέπει να γίνει ουσιαστική συζήτηση και διαπραγμάτευση των διμερών ζητημάτων από θέση σαφούς αδυναμίας (αφού στη συγκεκριμένη περίοδο οι συντελεστές εθνικής ισχύος είναι στο «κόκκινο» για τη χώρα μας). Μεσο-μακροπρόθεσμα θα πρέπει να επιδιωχθεί η απόκτηση περιφερειακού ρόλου, η οικοδόμηση συμμαχιών και γενικώς η συγκέντρωση διπλωματικού κεφαλαίου για μελλοντική αξιοποίηση.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/12/httpnewskathimerinigr4dcgiwarticlescolu.html#ixzz0ZBCebWCc