O φαροφύλακας έχει πάνω από 20 χρόνια που ζει σε αυτή την παραδεισένια γωνιά. Ονομάζεται ακρωτήριο Τραφάλγκαρ, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της ισπανικής επαρχίας του Κάντιθ και πριν από 202 χρόνια υπήρξε γεωγραφικό σημείο αναφοράς. Επιπλέον είχε την τύχη να δώσει το όνομά του στην πιο αιματηρή ναυμαχία που έλαβε ποτέ χώρα σε ισπανικά ύδατα. Από το μπαλκονάκι του φάρου, όπου φυσάει δυνατός ο πουνέντες, διακρίνονται οι παραλίες που περιβάλλουν το ακρωτήρι, ο δρόμος που βγάζει στο σπίτι του φαροφύλακα ανάμεσα σε αμμόλοφους και θάμνους μισοθαμμένους στην άμμο, τα χαμόδεντρα και το πευκοδάσος πιο πίσω. Μπροστά μας, προς τον Νότο, απλώνεται η θάλασσα με το αστραφτερό γαλάζιο της χρώμα το καλοκαίρι.
«Καμιά φορά τον χειμώνα εμφανίζονται στα καλά καθούμενα τίποτε Αγγλοι ψάχνοντας για κανένα ίχνος της ναυμαχίας και ρωτάνε και εγώ τους στέλνω πίσω στο Λονδίνο, στην πλατεία Τραφάλγκαρ, εννοείται, γιατί εδώ...» λέει ο φαροφύλακας χαμογελώντας. Αλήθεια είναι: εκτός από μια φιλειρηνική φράση του μεγάλου ισπανού συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός, πάνω σε μια μικρή πλάκα που την ψήνει ο ήλιος στη μέση του δρόμου που σκαρφαλώνει ως τον φάρο, δεν υπάρχει στην περιοχή μνημείο που να θυμίζει τη ναυμαχία. Τη ναυμαχία που το 1805 άλλαξε τον ρου της Ιστορίας και στην οποία οι άγγλοι ναυτικοί κατατρόπωσαν τους Γάλλους και τους Ισπανούς, όλοι τους πάνω στα πιο τρομερά πολεμικά πλοία της εποχής, τα λεγόμενα πλοία γραμμής.
Ο εορτασμός των 200 ετών από τη ναυμαχία το 2005- από όπου και η πλάκα- και η επιτυχία του μυθιστορήματος του σύγχρονου διάσημου ισπανού συγγραφέα Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε Cabo Τrafalgar έφεραν τον τόπο στη δημοσιότητα. Ετσι τώρα πια έρχονται σε αυτό το μακρινό άκρο της ακτής όλο και περισσότεροι Ισπανοί, περίεργοι να μάθουν για εκείνη την εποχή, όταν οι κυβερνήτες πριν από τη μάχη κάρφωναν τη σημαία στο πλοίο για να μην την παραδώσουν, απομακρύνοντας έτσι και τον πειρασμό να παραδοθούν. Πάντως δεν είναι πολλοί. Οι επισκέπτες που φθάνουν ως αυτή τη γωνιά του Κάντιθ αναζητούν συνήθως λιγότερο ηρωικά πράγματα: το τοπίο, τις έρημες παραλίες, το φως ή τα κλαμπ με χίπικη ατμόσφαιρα που μένουν ανοιχτά όλη τη νύχτα...
«Δίκιο έχει ο φαροφύλακας: αυτοί που έρχονται εξαιτίας της ναυμαχίας είναι σχεδόν πάντα Εγγλέζοι και έρχονται χειμώνα» λέει ο Χουάν Σάντσεθ, ενώ σκαρφαλώνει στο σκαμπό του υπαίθριου εστιατορίου με την αχυρένια στέγη, ενός από τα πολλά που βρίσκονται κοντά στον φάρο.
Είναι 5 το απόγευμα. Η υπόλοιπη Ισπανία ψήνεται στη ζέστη, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τύπου που λέει τον καιρό. Εδώ όμως ο άνεμος κάνει τον ερχομό της νύχτας απόλαυση. Ο Σάντσεθ ζητεί άλλο ένα μοχίτο, το δεύτερο, και συμβουλεύει να μη χάσουμε το ηλιοβασίλεμα, όπου ένας ήλιος στρογγυλός σαν σφαίρα βυθίζεται σε μια θάλασσα κόκκινη και μαβιά.
- Ερχονται από μακριά για να το δουν.
- Πιο πολλοί από ό,τι για τη ναυμαχία;
- Ασύγκριτα περισσότεροι.
Η σερβιτόρα κουνάει καταφατικά το κεφάλι. Και εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να μιλήσει για τον χειμώνα, που είναι κάπως σαν έμμονη ιδέα για τους ντόπιους.
«Τον χειμώνα δεν έχει τίποτε να κάνεις. Ανοίγουμε μόνο τα Σαββατοκύριακα. Και δεν υπάρχει δουλειά. Εγώ πουλάω ρούχα σε φίλες, από τηλεφώνου. Ωστόσο είναι υπέροχα... Ολα αυτά, χωρίς κόσμο, είναι χάρμα...».
Και χαμογελάει με την ίδια ειρωνική ηρεμία όπως ο φαροφύλακας.
Προφανώς αυτή η όμορφη γωνιά του ισπανικού Νότου δεν δείχνει να είναι το κατάλληλο μέρος για να συναντήσει κανείς την Ιστορία, με «Ι» κεφαλαίο.
Και όμως...
Εκείνο το πρωί, στις 21 Οκτωβρίου 1805, και πάλι με πουνέντε, η γαλλοϊσπανική μοίρα υπό τις διαταγές του ναυάρχου Πιερ-Σαρλ Βιλνέβ βγήκε από τον κόλπο του Κάντιθ σε αναζήτηση των αγγλικών πλοίων του Οράτιου Νέλσον, αποφασισμένη να διεκδικήσει την κυριαρχία στις θάλασσες με το έτσι θέλω. Πάνω από 70 πλοία με χιλιάδες άνδρες για πλήρωμα.
Οι ισπανοί κυβερνήτες ήξεραν ότι πορεύονταν στην καταστροφή: τα πληρώματα αποτελούνταν σε μεγάλο μέρος από άνδρες ναυτολογημένους με το ζόρι, με ελάχιστη εκπαίδευση. Μόλις λίγο πριν από τη ναυμαχία είχαν μάθει πώς να γεμίζουν τα κανόνια χωρίς συγχρόνως να ζαλίζονται και να τους πιάνει ναυτία πάνω στα τεράστια πλοία που θύμιζαν πελώρια πλωτά κλουβιά μεγέθους τετραώροφων κτιρίων.
Ε πειτα κανείς δεν εμπιστευόταν ιδιαίτερα τον Βιλνέβ, τον οποίο και ο Ναπολέων ο ίδιος θεωρούσε άχρηστο. Ο Γάλλος δικαίωσε τον χαρακτηρισμό αυτόν μόλις αντίκρισε την αγγλική μοίρα δίνοντας μια διαταγή που βύθισε τους ισπανούς ναυτικούς στην απελπισία και που ακόμη και σήμερα καταπλήσσει και εξαγριώνει πολύ κόσμο.
«Διέταξε να γυρίσουν πίσω! Τερατώδες σφάλμα! Πώς του ήρθε, για τον Θεό!».
Ο Χοσέ Ραμόν Πέρεθ Ντίαθ-Αλέρσι είναι συνταξιούχος δικηγόρος, φανατικός ιστιοπλόος και αντιπρόεδρος της πολιτιστικής λέσχης Ατενέο του Κάντιθ, μιας από τις οργανώσεις που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον εορτασμό των 200 ετών από τη ναυμαχία. Ο Πέρεθ Ντίαθ-Αλέρσι συντόνισε τα πάντα για τον εορτασμό και ξέρει πάρα πολλά για το Τραφάλγκαρ.
«Η ισπανογαλλική μοίρα, που απετελείτο από 33 πλοία, έπλεε σε ευθεία γραμμή με νότια κατεύθυνση, προς το Γιβραλτάρ. Μόλις βλέπει τους Αγγλους ο Βιλνέβ διατάζει να στρίψουν την πλώρη προς το Κάντιθ. Υποθέτω πως θα ήθελε να ξεφύγει και να επιστρέψει στο καταφύγιό του στον κόλπο. Βέβαια, όμως, δεν είναι το ίδιο να κάνει έναν τέτοιο ελιγμό ένα μικρό αγωνιστικό ιστιοπλοϊκό και ένα από εκείνα τα εντυπωσιακά πλοία, που ήταν βαριά και δύσκολα στις μανούβρες, και χρειάζονταν σχεδόν 15 λεπτά για να πάρουν στροφή. Ωσπου να στρίψουν όλοι η γαλλοϊσπανική γραμμή είχε διαρραγεί».
Δηλαδή, η γαλλοϊσπανική μοίρα παρουσίαζε ένα μέτωπο που δεν ήταν καθόλου συμπαγές και οργανωμένο, ήταν όλο κενά, με πλοία που καθυστερούσαν να πάρουν τη σωστή θέση και δεν μπορούσαν να μπουν στη μάχη.
Από τη μεριά του, ο άγγλος ναύαρχος Νέλσον, ο θρυλικός διοικητής του βρετανικού στόλου, διέταξε να σχηματίσουν τα πλοία του δύο γραμμές κάθετα προς τη γαλλοϊσπανική μοίρα και με τον πλάγιο άνεμο, πλέοντας με όλα τα πανιά τους ανοιχτά, τη διεμβόλισαν σαν δύο λόγχες. Ηταν ένας ριψοκίνδυνος ελιγμός, πολύ γενναίος, που απαιτούσε από τους ναυτικούς αποφασιστικότητα, κουράγιο και επαγγελματισμό. Και επέτυχε.
Ηταν 12 το μεσημέρι όταν το πλοίο του Νέλσον, το «Victory» («Νίκη»), όρμησε πάνω στο γαλλικό «Βucentaure» («Βουκένταυρος»), το οποίο διοικούσε ο Βιλνέβ.
Οι κάτοικοι του Κάντιθ άκουγαν τους κανονιοβολισμούς και έβλεπαν τις εκρήξεις ανεβασμένοι στις στέγες των σπιτιών. Πάνω στα πλοία ήταν ανάγκη να ρίχνουν διαρκώς άμμο στην κουβέρτα για να μη γλιστράνε οι ναυτικοί στο αίμα των τραυματιών και των νεκρών.
Τα ισπανικά και γαλλικά πληρώματα πίστεψαν ότι με την παράδοση ή τη φυγή θα τελείωνε ο εφιάλτης: είχαν κάνει λάθος.
«Την ίδια εκείνη νύχτα ξέσπασε καταιγίδα. Ο Νέλσον διέταξε τη μοίρα του να την αντιμετωπίσει στην ανοιχτή θάλασσα. Τα γαλλικά και ισπανικά πλοία, ακυβέρνητα στην ουσία, με τσακισμένα τα κατάρτια, προσπάθησαν να φθάσουν στο Κάντιθ και να αγκυροβολήσουν εκεί. Αυτή όμως είναι δύσκολη ακτή» διηγείται ο Ντίαθ-Αλέρσι.
Στις ημέρες που ακολούθησαν τη ναυμαχία ολόκληρο το Κάντιθ παρακολουθούσε από τις στέγες την αγωνία των τεράστιων ισπανικών και γαλλικών πλοίων που πάλευαν να μπουν στο λιμάνι ενώ η θαλασσοταραχή τα έσπρωχνε ξανά και ξανά στις ξέρες.
Δεκαπέντε πλοία γραμμής βρίσκονται βυθισμένα κατά μήκος της ακτής του Κάντιθ, ανάμεσα στο ακρωτήριο Τραφάλγκαρ και στην Ουέλβα. Είναι τα απομεινάρια των πλοίων που προσάραξαν τη νύχτα της 21ης και τις επόμενες ημέρες, έρμαια της κακοκαιρίας, χωρίς πια πηδάλια και πανιά, ανίκανα να προσεγγίσουν και να αράξουν με ασφάλεια επειδή δεν είχαν άγκυρες, σπρωγμένα στον βυθό της θάλασσας, παρασέρνοντας μαζί τους τα τρομοκρατημένα πληρώματα. Χάθηκαν περίπου 4.000 ναυτικοί.
Μερικές χιλιάδες άλλοι έφθασαν στην ακτή. Μεταξύ αυτών και ο Μισέλ Μαφιότ, ένας πηδαλιούχος 21 ετών, του οποίου την ιστορία πληροφορηθήκαμε χάρη σε μια σειρά συμπτώσεις.
Πριν από δύο χρόνια ο δισεγγονός του, ο Θέσαρ Ροδρίγκεθ Μαφιότ, γιατρός στην Τενερίφη, υπό την καθοδήγηση μιας ερευνήτριας που εργάζεται στο Κάντιθ, επισκέφθηκε το ακριβές σημείο στο λιμάνι της Σάντα Μαρία, το φρούριο της Σάντα Καταλίνα, όπου ο προ-προπάππος του πάτησε στερεό έδαφος μετά το ναυάγιο. «Στο σπίτι γνωρίζαμε από παλιά ότι είχε λάβει μέρος στο Τραφάλγκαρ αλλά δεν ήξερα τι είχε συμβεί, ως πριν από λίγα χρόνια, όταν χάρη σε κάποιον γνωστό άκουσα για ένα βιβλίο που μιλούσε για έναν γάλλο ναυτικό που ζούσε στην Τενερίφη και τον οποίο αναγνώρισα ως προ-προπάππο μου» εξηγεί ο Ροδρίγκεθ Μαφιότ.
Ο Μαφιότ υπηρετούσε στο «Ιndomptable» («Ακαταμάχητος») που, αφού πολέμησε στο Τραφάλγκαρ και έδεσε στον κόλπο του Κάντιθ, χωρίς άγκυρα, ξάρτια και πηδάλιο, βυθίστηκε τελικά σε μια παραλία της ακτής του λιμανιού της Σάντα Μαρία.
Ενώ βρισκόταν ακόμη πάνω στο πλοίο, ο πηδαλιούχος το είδε να παίρνει κλίση λόγω της τρικυμίας, να κάνει νερά από την καρίνα που είχε σκιστεί στα δύο, είδε τη δίνη που σχηματίστηκε να ρουφάει συντρόφους του, τους τραυματίες να προσπαθούν, ακόμη και οι ακρωτηριασμένοι, να αρπαχθούν από ένα κομμάτι κατάρτι για να μη βουλιάξουν. Στη συνέχεια ένα χτύπημα της θάλασσας τον έριξε κι αυτόν στο νερό, αλλά είχε την τύχη να αρπαχτεί από μια σανίδα και να φθάσει μαζί με έναν άλλον ναύτη στο σημείο που επισκέφθηκαν έπειτα από 200 χρόνια ο τρισεγγονός του και η ερευνήτρια.
Η ερευνήτρια ονομάζεται Λούρδες Μάρκεθ και έχει πάθος με τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ. Εχει περιλάβει την ιστορία του Μαφιότ και μερικές άλλες σε ένα βιβλίο, Το Τραφάλγκαρ και ο ψαράς των ναυαγίων, που μιλάει για τους άλλους άοπλους ήρωες της ναυμαχίας: τους ψαράδες που διακινδύνευαν τη ζωή τους μέσα σε μαούνες για να σώσουν τους ναύτες που είχαν προσαράξει στη λάσπη στις ακτές που είχε αποκλείσει η άγρια τρικυμία.
«Εχει γίνει πολύς λόγος για τη ναυμαχία αλλά όχι για όσα ακολούθησαν, για την καταστροφή που προκλήθηκε από τη θαλασσοταραχή και για τη βοήθεια των ανθρώπων του Κάντιθ στη διάσωση των ναυτών» υπενθυμίζει η Μάρκεθ.
Κοντά στον δρόμο που οδηγεί στον φάρο του Τραφάλγκαρ, δίπλα σε έναν θάμνο που αγκαλιάζει έναν αμμόλοφο, ένας ιταλός χίπης πουλάει δερμάτινα βραχιόλια στον ίσκιο ενός πλακάτ της Χούντας (Περιφερειακού Κοινοβουλίου) της Ανδαλουσίας που αναφέρει ότι η περιοχή είναι προστατευόμενο πάρκο. Εδώ θα ήταν το κατάλληλο σημείο για να κάνει πράξη το Ατενέο του Κάντιθ μια δηλωμένη επιθυμία του: «Οφείλουμε να ανεγείρουμε ένα μνημείο για όλους όσοι έλαβαν μέρος στη ναυμαχία, εμείς όμως δεν μπορούμε, δεν έχουμε πόρους» λέει ο Ντίαθ-Αλέρσι.
Την ιδιοκτήτρια του υπαίθριου εστιατορίου την αφήνει αδιάφορη το μνημείο. Εδώ και πολλά χρόνια έχει μάθει ότι η θάλασσα δεν αποτελεί πια κίνδυνο. Επισημαίνει ότι υπάρχει μια διεθνής εταιρεία που σχεδιάζει να ανεγείρει μια αλυσίδα πολυτελών ξενοδοχείων. Δεν της αρέσει αυτή η ιδέα.
Και μετά επανέρχεται, σε τι άλλο, στον χειμώνα. «Ερχονται βέβαια οι Αγγλοι λόγω της ναυμαχίας, όμως πιο πολύ έρχονται αυστραλοί και αμερικανοί και αργεντινοί σέρφερ που ψάχνουν για κύματα. Ερχονται από τόσο μακριά αναζητώντας τα κύματα τα δικά μας, πώς σας φαίνεται αυτό;» απορεί, με το ίδιο χαμόγελο όπως και πριν. Και έπειτα προσθέτει:
- Να το ηλιοβασίλεμα.
Στο εστιατόριο όλοι σηκώνονται για να δουν.
Είναι αλήθεια ότι ο ήλιος φουσκώνει σαν σφαίρα και στη συνέχεια βυθίζεται σε μια θάλασσα κόκκινη και βιολετιά.
Η γυναίκα του φαροφύλακα, ενώ κοντεύει να νυχτώσει, ακούγοντας για το Τραφάλγκαρ, δείχνει κάτι λευκές κουκκίδες που στολίζουν την ακτή: «Κοιτάξτε τα κρινάκια, φυτρώνουν μέσα στους αμμόλοφους. Οταν ήλθαμε εδώ, πριν από 20 χρόνια, δεν μιλούσε κανείς για τη ναυμαχία. Ούτε και τώρα μιλάνε. Πάντα όμως έλεγαν ότι τα κρινάκια που φυτρώνουν στην άμμο είναι οι ψυχές των ναυτικών που πέθαναν τότε. Ποιος να ξέρει, ε;».πηγη βημα