Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ήθελα πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης και, θέλω να ελπίζω και εκ μέρους όλης της Βουλής των Ελλήνων, να στείλω ένα μήνυμα θερμής συμπαράστασης προς τον δοκιμαζόμενο ιταλικό λαό και να εκφράσω τα συλλυπητήριά μου για τον μεγάλο αριθμό θυμάτων, την αγωνία μας για τους Έλληνες φοιτητές που βρίσκονται στην περιοχή και να εκφράσω και την ελπίδα πως θα περιοριστεί η έκταση της ζημίας και κυρίως θα περιορισθούν τα θύματα από αυτή την μεγάλη φυσική καταστροφή.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 86 τους Συντάγματος για την ποινική ευθύνη των Υπουργών είναι μια από τις πιο δυσάρεστες στιγμές του Κοινοβουλίου. Μια στιγμή περίσκεψης, μια στιγμή συλλογικής, συνειδησιακής ευθύνης.
Οφείλουμε σήμερα μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ελληνική κοινωνία, να στείλουμε ένα καθαρό, ευανάγνωστο μήνυμα προς τον κάθε Έλληνα και την κάθε Ελληνίδα πως έχουμε την πλήρη εικόνα της κατάστασης, πως αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε την δυσπιστία που κυριαρχεί στη συνείδηση του κόσμου για το επίπεδο λειτουργίας του δημόσιου βίου.
Πρέπει σήμερα να στείλουμε ένα μήνυμα προσπαθώντας να πείσουμε την κοινή γνώμη πως στο πολιτικό σύστημα υπάρχουν και λειτουργούν θεσμοί ευθύνης και όχι μηχανισμοί συγκάλυψης και συμψηφισμού. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε πολύ για να μεταπείσουμε την κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως τίποτε δεν λειτουργεί. Όχι λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά λόγω της βαθιάς ηθικής κρίσης στην οποία έχει περιπέσει και το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία.
Ο Έλληνας πολίτης βιώνει μια κατάσταση εθνικής ανομίας. Θεωρεί ότι τίποτε δεν λειτουργεί και ότι τίποτε δεν είναι ηθικά ακέραιο. Ούτε τα κόμματα ούτε τα πολιτικά πρόσωπα, ούτε η Βουλή ούτε η κυβέρνηση ούτε η Δικαιοσύνη ούτε η Διοίκηση, ούτε η Αστυνομία, ούτε η Εκκλησία, ούτε το Πανεπιστήμιο, ούτε ο πνευματικός κόσμος της χώρας. Έχουν διαρραγεί οι αρμοί της κοινωνίας. Έχουν καταρρεύσει όλοι οι κώδικες αξιών.
Και πρέπει ν’ αδράξουμε την ευκαιρία, ν’ ανακόψουμε το ρεύμα αυτό και να ζητήσουμε ν’ αντισταθεί όχι μόνο το πολιτικό σύστημα αλλά και η κοινωνία απέναντι σ’ αυτό το φαινόμενο της παρακμής, της σήψης, της ηττοπάθειας που τελικά λειτουργεί αντικοινωνικά, αντιαναπτυξιακά και αντιδημοκρατικά. Γιατί υπονομεύει στον πυρήνα τον θεσμό του Κοινοβουλίου, το σύνολο των δημοκρατικών, αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Υπονομεύει και τους θεσμούς του κράτους δικαίου, γιατί μια εξοργισμένη κοινωνία δεν αποδέχεται να λειτουργούν οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου, οι εγγυήσεις του λεγόμενου ποινικού φιλελευθερισμού. Θέλει να υπάρχουν ισοπεδωτικές αντιδράσεις, και άρα μπορεί να καούν και τα χλωρά μαζί με τα ξερά.
Η διάκριση μεταξύ αθώου και ενόχου από ένα σημείο και μετά ως προς τα πολιτικά πρόσωπα, παύει δυστυχώς να έχει οποιαδήποτε σημασία και πρέπει ν’ αποκαταστήσουμε τη σημασία αυτής της διάκρισης. Πρέπει να πείσουμε πως δεν είμαστε όλοι ίδιοι, πως μπορούμε να εγγυηθούμε την λειτουργία της δημοκρατίας, την λειτουργία του κράτους δικαίου και ν’ αναλάβουμε την ευθύνη της υπέρβασης της κρίσης.
Λυπάμαι για τα όσα είπε προηγουμένως ο κ. Υπουργός Εσωτερικών. Η κυβέρνηση είναι αμετανόητη και κινείται κάτω από το επίπεδο των περιστάσεων. Πότε θα καταλάβετε επιτέλους κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας και κύριοι της κυβέρνησης, ότι αυτό είναι το διαρθρωτικό σας σφάλμα, ότι από το 2004 δε νιώσατε ότι έχετε την ευθύνη του τόπου, αλλά θέλετε ν’ αντιπολιτεύεστε την ανάμνηση των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ; Και σε κάθε τι που σας συμβαίνει κακό, αντιτάσσετε κάτι αντίστοιχο από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Αυτό είναι που τελικά δεν σας επέτρεψε να έχετε μια δημιουργική πορεία, ν’ αφήσετε κάτι μετά από 5 χρόνια, να εγγράψετε το όνομα του Πρωθυπουργού σας και το δικό σας με θετικό πρόσημο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου. Εάν συνεχίσετε έτσι, τότε θα φτάσετε στις εκλογές αποσαρθρωμένοι.
Και αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει, αλλά μ’ ενδιαφέρει η επίπτωση στον δημόσιο βίο, στην ποιότητα του πολιτικού συστήματος, στην αισθητική της δημόσιας ζωής την οποία την καταρρακώνετε μ’ αυτή την μικρονοϊκή, μικροκομματική, παλαιοκομματική αντίληψη που βλάπτει εσάς αλλά βλάπτει και την πατρίδα μας!
Θα έρθουμε στη Βουλή για να μετρήσουμε τα σκάνδαλα των μεν με τα σκάνδαλα των δε και θα στείλουμε αυτό το μήνυμα; Το μήνυμα της ταπείνωσης, της αυτοταπείνωσης και του αυτοεξευτελισμού, του πολιτικού κόσμου; Σας καλώ να συνέλθετε. Να συνέλθετε για το καλό της δημοκρατίας, για το καλό της ελληνικής οικονομίας, για το μέλλον των παιδιών μας. Και μόνον έτσι θα βρείτε και τον δρόμο σας κάποτε ως παράταξη. Γιατί έχετε χάσει πλήρως την πυξίδα και την προοπτική.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν συγχέω τις πολιτικές ευθύνες που υπάρχουν σε σχέση με τη λειτουργία του κράτους, σε σχέση με τη λειτουργία των Υπουργείων Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου, σε σχέση με το περιβόητο πρόβλημα της ελληνικής ακτοπλοΐας, με τις ποινικές ευθύνες συγκεκριμένου προσώπου για συγκεκριμένη υπόθεση.
Δεν είναι τώρα η ώρα να μιλήσουμε για το τεράστιο πρόβλημα των πολιτικών και θεσμικών ευθυνών που υπάρχουν σε σχέση με τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους, σε σχέση με την πρακτική ως προς την εφαρμογή της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, περί προμηθειών και περί αναθέσεως υπηρεσιών.
Εάν δεν πάρουμε γενναίες αποφάσεις σε σχέση με την δημοσιότητα, την απλούστευση και την διαφάνεια, δεν θα λύσουμε κανένα πρόβλημα. Δεν εξετάζουμε βέβαια αυτό τώρα. Οι πολιτικές ευθύνες είναι αυταπόδεικτες, τις καταλογίζει ο ελληνικός λαός, τις καταγράφουν οι έρευνες της κοινής γνώμης, τις υφίστασθε. Το κόστος το έχετε αναλάβει κυρίες και κύριοι της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης.
Έχει όμως πολύ μεγάλη σημασία και στον τομέα της πιθανής ποινικής ευθύνης, που εύχομαι να μην αποδειχθεί, να δώσουμε τις απαντήσεις που οφείλουμε να δώσουμε ως Βουλή των Ελλήνων και ως πολιτικό σύστημα.
Το άρθρο 86 του Συντάγματος όπως διαμορφώθηκε με την αναθεώρηση του 2001, είναι προϊόν φυσικά συμβιβασμού για να διαμορφωθεί η αναθεωρητική πλειοψηφία των 280 ψήφων που διαμορφώθηκε και πράγματι το ισχύον άρθρο είναι αισθητά βελτιωμένο σε σχέση με το καθεστώς που ίσχυε από ιδρύσεως ελληνικού κράτους μέχρι το 2001.
Έχει αυξηθεί ο χρόνος, έχει διπλασιασθεί ο χρόνος μέσα στον οποίο η Βουλή ασκεί την ποινική της δικαιοδοσία, έχει καταργηθεί ο βάρβαρος θεσμός των κατηγόρων βουλευτών, έχει εκσυγχρονιστεί η σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου με τη συμμετοχή των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρεμβάλλεται η φάση της τακτικής ανάκρισης, της κύριας ανάκρισης από αρεοπαγίτη ανακριτή, η φάση του δικαστικού συμβουλίου και του βουλεύματος.
Φύγαμε από την εσφαλμένη κατάσταση της Προανακριτικής Επιτροπής και πήγαμε στη φάση της προκαταρκτικής εξέτασης. Κάναμε πολλά πράγματα. Απεδείχθη όμως ότι αυτά δεν είναι επαρκή δυστυχώς. Η εμπειρία ιδίως των τελευταίων 5 ετών, δείχνει ότι αυτά δεν είναι επαρκή. Πρέπει να κάνουμε και άλλες τομές. Και δεν επαρκεί διότι ούτε η Βουλή ασκεί σωστά την αρμοδιότητά της ούτε η δικαιοσύνη συμπεριφέρεται σωστά.
Ξεκινάω με τη δικαιοσύνη. Η υπόθεση Παυλίδη συνιστά περιφρόνηση προς το Σύνταγμα και τη Βουλή των Ελλήνων που διέπραξαν δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Μπορεί να συμφωνήσει η Επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης ή να διαφωνήσει με την πορισματική έκθεση που παρανόμως συνέταξε και υπέβαλε ο τακτικός ανακριτής, ο 20ος τακτικός ανακριτής Αθηνών αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε.
Διότι η διαδικασία έχει τεράστια ουσία, θεσμική, δημοκρατική, δικαιοκρατική. Και ο τακτικός ανακριτής και ο εισαγγελέα που διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση και οι προϊστάμενοί του εισαγγελείς στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της εισαγγελίας παραβίασαν ενσυνείδητα και κατ’ επανάληψη το άρθρο 86 του Συντάγματος. Και έχω ζητήσει και ο Πρόεδρος της Βουλής να κάνει τα σχετικά διαβήματα και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι υπόλογος ενώπιον της Βουλής και κατά το άρθρο 91 του Συντάγματος πειθαρχικός προϊστάμενος όλων των δικαστικών λειτουργών, να ασκήσει την αρμοδιότητά του και να ενημερώσει τη Βουλή, ενώπιον της οποίας απολογείται και από την οποία στηρίζεται.
Από εκεί και πέρα όμως και ο κ. Παυλίδης όφειλε να προστατέψει το κύρος του και το κύρος της Βουλής και να αρνηθεί να καταθέσει ως οιονεί κατηγορούμενος και να προσκομίσει στοιχεία ενώπιον του τακτικού ανακριτού. Τι προσδοκούσε; Δεν έπρεπε να συμπράξει σε αυτό.
Η Βουλή τώρα. Η Βουλή είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να κινηθεί έχοντας πλήρη συνείδηση δικαστικού οργάνου. Άρα ο καθένας και η καθεμιά εδώ μέσα οφείλει να ψηφίσει κατά συνείδηση και δεν προδικάζουμε το αποτέλεσμα ούτε της Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης ούτε της δεύτερης ψηφοφορίας στην Ολομέλεια.
Και δεν συνδέουμε την κατά συνείδηση ψήφο των βουλευτών, με την πολιτική κατάσταση και την ανάγκη η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές όχι λόγω της υπόθεσης Παυλίδη αλλά γιατί έχει ανάγκη από μια νέα πολιτική αφετηρία. Γιατί έχει ανάγκη από ένα κύμα αισιοδοξίας. Γιατί χρειάζεται μια κυβέρνηση νομιμοποιημένη, αξιόπιστη, ικανή να διαμορφώσει το εθνικό σχέδιο υπέρβασης της κρίσης, ικανή δηλαδή να διαμορφώσει τις αναγκαίες συναινέσεις.
Γιατί πρέπει να καταλάβει ο κ. Καραμανλής ότι όταν οψίμως επικαλείται τη συναίνεση ή έστω τη συνεννόηση και το ΠΑΣΟΚ λέει ας πάμε σε εκλογές για να αποκτήσει ο τόπος κυβέρνηση, γιατί τώρα δεν έχει ούτε διαχειριστή των τρεχουσών υποθέσεων, δεν αρνείται τη συναίνεση αλλά βάζει τα πράγματα στη σωστή λογικώς σειρά.
Πρώτα ο τόπος χρειάζεται κυβέρνηση νομιμοποιημένη και ικανή, η οποία στη συνέχεια οφείλει να διαμορφώσει τις μεγάλες συναινέσεις. Θεσμικά όμως σε σχέση με το άρθρο 86 πρέπει να συμφωνήσουμε ότι χρειάζεται πλέον μια καινούρια τομή. Πρέπει να διατηρηθεί ο έλεγχος της διαδικασίας από τη Βουλή, γιατί αλίμονο αν ο κάθε θιγόμενος ή κάθε γραφικός με μια μήνυση καθιστούσε κατηγορούμενο οποιονδήποτε Υπουργό ή Υφυπουργό αλλά η Βουλή πρέπει να μεταφέρει με δική της απόφαση τη δικανική κρίση σε δικαστικό όργανο.
Έχω προτείνει και το επαναλαμβάνω πως πρέπει η Βουλή να αναδεικνύει 5μελές δικαστικό όργανο με πλειοψηφία δύο τρίτων, αυτό όμως το δικαστικό όργανο μετά που θα αποτελείται από προσωπικότητες μεγάλου κύρους και ευρυτάτης αποδοχής, να αποφασίζει εάν χρειάζεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και στη συνέχεια αν συντρέχουν λόγοι παραπομπής στο Ειδικό Δικαστήριο.
Δηλαδή η φάση του δικαστικού Συμβουλίου πρέπει να έρθει μπροστά στην αρχή της διαδικασίας και η επιλογή αυτού του Συμβουλίου να μην γίνεται με κλήρωση αλλά με επιλογή αξιοκρατικά, με αυστηρά κριτήρια και με συντριπτική πλειοψηφία δύο τρίτων. Και η άποψή μου μάλιστα είναι, ότι αυτό το σύστημα της επιλογής από την Ολομέλεια με πλειοψηφία δύο τρίτων πρέπει να ισχύσει και για την πλήρωση των κορυφαίων θέσεων της ελληνικής δικαιοσύνης.
Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με το σύστημα της επιλογής από το Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν μπορεί να σταθεί στο μέλλον κανένας εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μετά την εμπειρία που έχει ζήσει ο τόπος, κανένας Πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου, κανένας Αντιπρόεδρος που προεδρεύει δικαστικού σχηματισμού.
Και δεν αρκεί ούτε η πρόταση που έχουμε κάνει να μεσολαβεί ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής θεσμών και διαφάνειας. Πρέπει η επιλογή να γίνεται από τη Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία συναίνεσης ώστε να είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχουν δικαστικοί λειτουργοί θωρακισμένοι θεσμικά, γιατί η επιλογή αυτή της κορυφαίας θέσης δηλητηριάζει μέσα από ένα ντόμινο που λειτουργεί, το σύνολο του δικαστικού σώματος.
Άρα πρέπει να δούμε πώς θα εφαρμόσουμε το θεσμό αυτό και πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος. Γιατί και τώρα ο κανονισμός προβλέπει ότι τόσο η Εξεταστική Επιτροπή πριν την απόφαση για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης όσο και η ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης μπορούν ν’ αναθέτουν σε δικαστικά ή εισαγγελικά όργανα την διενέργεια ανακριτικών πράξεων. Αυτά τα όργανα τελικώς μπορεί να είναι τα ουσιαστικώς αποφασίζοντα ώσπου να φτάσουμε στην αναθεώρηση του Συντάγματος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πρέπει να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο που θ’ αποκλείει τις κινήσεις ρεβανσισμού κάθε κυβέρνησης κατά της προηγούμενης κυβέρνησης.
Ένα θεσμικό πλαίσιο που θ’ αποκλείει τις κινήσεις συγκάλυψης που μπορεί να κάνει κάθε πλειοψηφία υπέρ των Υπουργών ή των πρώην Υπουργών της, κι ένα θεσμικό πλαίσιο που θ’ απαγορεύει την εισαγγελική δημαγωγία και τον πολιτικό ακτιβισμό ορισμένων δικαστών. Λίγων, αλλά κι ο ένας αρκεί για να υπονομεύσει το κύριος της Δικαιοσύνης και να δημιουργηθεί ένα φαινόμενο υπερπολιτικοποίησης της Δικαιοσύνης που οδηγεί στην υπερποινικοποίηση της πολιτικής.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτή η δυσάρεστη στιγμή μπορεί να γίνει μια μεγάλη στιγμή υπέρβασης για το Κοινοβούλιο. Τώρα η Νέα Δημοκρατία, την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενη, υπερψηφίζει την πρόταση για σύσταση Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης. Ο κόσμος όμως το καταλαβαίνει αυτό. Καταλαβαίνει τα κίνητρα και την σκοπιμότητα. Δεν θέλει αναγκαστικές κινήσεις. Θέλει κινήσεις γενναίες, γενναιόδωρες, υπερβατικές.
Πρέπει να στείλουμε από την αίθουσα του Κοινοβουλίου ένα μήνυμα ανάτασης προς την ελληνική κοινωνία. Και βέβαια αυτό θα ολοκληρωθεί με το μήνυμα που θα στείλει ο ίδιος ο ελληνικός λαός στις ευρωεκλογές και στις εκλογές.
Σας ευχαριστώ.