Το τελευταίο άρθρο του αείμνηστου πρέσβη ε.τ. Μιχάλη Δούντα, "του συνεπέστερου, υπέρ των Ελλήνων, φορέα της προγονικής θουκυδίδειας σοφίας", όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Λ. Μαύρος στη "Σημερινή" (04/12/2006).
Είναι δυνατόν η Ελλάς, υπό τις ισχύουσες διεθνείς γεωπολιτικές, στρατηγικές, οικονομικές ισορροπίες να ασκήσει ανεξάρτητη εξωτερική και αμυντική πολιτική; Ποία τα όρια της ελληνικής ανεξαρτησίας;
Ως «κρατική ανεξαρτησία» εννοώ την ισχύ του κράτους. Ο βαθμός της εξαρτάται από παράγοντες όπως γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, οικονομική ευρωστία, παιδευσιακή ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή, το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, η ικανότης της πολιτικής ηγεσίας, συγκλίσεις συμφερόντων με άλλα κράτη και παρόμοια. Ομως, κυρυφαία παράμετρος ανεξαρτησίας, η ένοπλος δυνατότητα του κράτους όταν αντιμετωπίζει απειλές κατά της εδαφικής ακεραιότητας, της αξιοπρέπειας και ελευθερίας του λαού.
Η Ελλάς αδυνατεί να ασκήσει πλήρως την κυριαρχία της λόγω ελλείμματος «ανεξαρτησίας». Το πλατύτερα γνωστό παράδειγμα διαφοροποίησης μεταξύ κυριαρχίας και ανεξαρτησίας προσφέρει η, για χρόνια τώρα, παρεμπόδιση της Ελλάδας να επεκτείνει νομίμως τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 μίλια. Διότι η προς τούτο θέλησή της κάμπτεται ενώπιον της υπέρτερης τουρκικής «πολεμικής ικανότητας» (war capability) και της συναφούς απειλής. Διότι η απειλή πολέμου, έστω και αν δεν διακηρύσσεται, υφέρπει λόγω της ενόπλου υπεροχής της Τουρκίας. Αποτέλεσμα, να προωθούνται «ανεπαισθήτως» και διαχρονικά οι τουρκικές διεκδικήσεις σε όλο το μέτωπο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Παράπλευρα αυτής της πολιτικής θωπειών και ψευδαισθήσεων περί τις τουρκικές προθέσεις είναι, αφενός μεν, η εξασθένηση του αγωνιστικού φρονήματος του λαού, βοηθούντος και του διάχυτου ευδαιμονισμού. Και αφετέρου, η επικίνδυνη υποβάθμιση του οπλοστασίου του κράτους, ιδίως στους καθοριστικούς τομείς της αεροπορικής, πυραυλικής και ηλεκτρονικής θωράκισης. Προς υποστήριξη αυτής της κατευναστικής πολιτικής συχνά διατυπώνεται το επιχείρημα ότι την ίδια, σε γενικές γραμμές, είχαν εφαρμόσει και προσωπικότητες της περιωπής και προσφοράς του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή του χαρίσματος του Ανδρέα Παπανδρέου. Το φαινόμενο εξηγείται:
— Από τη φοβία από την οποία και οι δύο κατετρύχοντο έναντι της Τουρκίας. Δηλαδή την ιδεοληπτική πεποίθηση ότι σε ένοπλη αναμέτρηση των δύο χωρών η Ελλάς είναι «χαμένη από χέρι».
— Επακόλουθο αυτής της μοιρολατρικής εκτίμησης θα έπρεπε να είναι έμφαση στη βελτίωση της αμυντικής μας θωράκισης, ιδίως αεροπορικής, πυραυλικής και ηλεκτρονικής. Ωστόσο, οι τομείς αυτοί με την πάροδο των ετών παραμελήθηκαν. Διότι πολλές και πιεστικές οι ανάγκες ικανοποίησης άλλων κρισίμων παραμέτρων της κρατικής ευθύνης. Και, παράλληλα, οι δυνατότητες της οικονομίας ασφυκτικά περιορισμένες. Παρά ταύτα, το ποσοστό του προϋπολογισμού για τις αμυντικές δαπάνες εκυμαίνετο σε υψηλά επίπεδα. Ομως, όπως μου έλεγε παλαιότερα ξένος στρατιωτικός εμπειρογνώμονας, δεν ήταν τόσο θέμα δαπάνης αλλά επιλογών. Το αμυντικό μας δόγμα σε σχέση με την απειλή και τις γεωπολιτικές εξελίξεις στον περιρρέοντα χώρο παρουσιάζει ρωγμές, με κυριότερη το έλλειμμα της από αέρος θωράκισης. Σε αυτήν θα ’πρεπε να δοθεί απόλυτη έμφαση. Διότι οι λοιπές συνιστώσες της άμυνας θα μπορούσαν εύκολα να εξουδετερωθούν χωρίς την από αέρος κάλυψη. Στο σημείο αυτό ανακύπτουν σοβαρά ερωτήματα ως προς τις ευθύνες της στρατιωτικής ηγεσίας, αφού αυτή εισηγείται στην κυβέρνηση την ακολουθητέα αμυντική πολιτική.
— Άλλος παράγων, όχι αμελητέος, του δισταγμού της ηγεσίας να εντείνει την αμυντική προσπάθεια θα πρέπει να αναζητηθεί σε ανταγωνισμούς και ισορροπίες στην εσωτερική κομματική σκηνή.
— Προσέτι επιβάλλεται να συνεκτιμηθούν πιέσεις από συμμάχους και ετέρους. Ευεξήγητη, κατά συνέπεια, η ροπή της πολιτικής ηγεσίας σε παρηγορητικές ψευδαισθήσεις δυνατότητος έντιμης και συμπεφωνημένης επίλυσης των προβλημάτων με την Τουρκία, παρά το μεταξύ τους ανισοζύγιο ενόπλου ισχύος. Απότοκος αυτής της πραγματικότητας η νοοτροπία του «μη θίγειν τα κακώς κείμενα». Όμως, αυτή βλάπτει πολύ, ιδίως λόγω του δυναμισμού της Τουρκίας και της γεωπολιτικής κινητικότητας στα Βαλκάνια. Αντιθέτως, μπορεί να σημειωθεί θετική ή και σωτήρια εξέλιξη, αν ενίοτε αναλαμβάνονται «σταθμισμένοι κίνδυνοι» (calculated risks). Χαρακτηριστικό αυτής της καθησυχαστικής πολιτικής και το γεγονός ότι Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ ουδέποτε ετόλμησαν να φέρουν ενώπιον της Ολομελείας της Βουλής, προς ευρείας δημοσιότητος συζήτηση, θέμα αμυντικής πολιτικής και καταλληλότητας εξοπλισμών. Ποιές από τις παραμέτρους της «ανεξαρτησίας» είναι επιδεκτικές βελτίωσης; Πολλές, υπό την προϋπόθεση σωστής ιεράρχησης των προτεραιοτήτων της κρατικής δράσης, προώθησης ικανού ανθρώπινου δυναμικού και παραμερισμού των ποικιλώνυμων ομόσταβλων «καταφερτζήδων» που λυμαίνονται το κράτος. Ειδικότερα ως προς την οικονομία των εξοπλισμών υπενθυμίζεται ότι για την ξιπασμένη, νεοπλουτίστικη περιπέτεια των Ολυμπιακών Αγώνων ξοδεύτηκαν πέραν των 13 δισ. ευρώ. Με 9 δισ. θα μπορούσαν να αγορασθούν περίπου 150 πολεμικά αεροσκάφη τελευταίας γενεάς, μεταβάλλοντας υπολογίσιμα υπέρ μας τις ισορροπίες.
Αλλά και τώρα ακόμη, παρά τους διάφορους περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δυνατόν να βρεθούν κονδύλια προς ενδυνάμωση της άμυνας: να θεσμοθετηθεί αυτοδιοικούμενο, εκτός προϋπολογισμού Ταμείο Αμυνας τροφοδοτούμενο από πάνδημη ανταπόκριση, εθελοντικές χορηγίες στις οποίες καθοριστικά να συμβάλλουν οι μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις. Υφίσταται παρεμφερές προηγούμενο με το περίφημο λαχείο του στόλου. Όμως, για να δραστηριοποιηθεί ο λαός χρειάζεται εμπνέων, χαρισματικός ηγέτης που επιτέλους να πει ωμά, απερικόσμητη την αλήθεια για τον τουρκικό κίνδυνο. Να παύσει το παραμύθιασμα του λαού με «μαντζούνια» ελληνοτουρκικών διαλόγων δεδοκιμασμένων και εξ υπαρχής καταδικασμένων, αφού η Τουρκία θα ζητεί πάντα περισσότερα από όσα λογικώς θα μπορούσαμε να της προσφέρουμε χάριν συμφιλίωσης.
Και οι υποχρεώσεις μας έναντι των Ευρωπαίων εταίρων μας και της νατοϊκής συμμαχίας; Θα συμπορευόμαστε μαζί τους στα μεγάλα και ευρύτερα. Θα αξιοποιήσουμε συγκλίσεις με άλλα κράτη και μάλιστα με την αναδυομένη Ρωσία. Και αξιόπιστα, λόγω ένοπλης αποτρεπτικής δυνατότητας, θα διακηρύξουμε απολύτως αδιαπραγμάτευτα και θα προστατεύσουμε με κάθε θυσία ό,τι αφορά την εθνική μας ακεραιότητα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια όλου του έθνους. Η Τουρκία θα αντιληφθεί ότι θα πληρώσει βαρύ τίμημα για κάθε πράξη επεκτατικής θρασύτητας σε βάρος μας.
Οι εξ επαγγέλματος ρεαλιστές, ειρηνιστές και οι όμοιοι θα θεωρήσουν τις προεκτεθείσες απόψεις ουτοπιστική νεφελοβασία ρομαντικών. Ωστόσο, η ένοπλη τουρκική απειλή δεν είναι φαντασίωση, αλλά κατ’ εξοχήν ρεαλιστική, καθημερινή διαπίστωση. Οπως ρεαλιστική είναι η εκτίμηση ότι σε σχέσεις συγκρουσιακής συνύπαρξης, η ειρήνη, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του έθνους διασφαλίζονται, σε μεγάλο βαθμό υπολογίσιμα, μόνον από ισοζύγιο δύναμης, και δη ενόπλου.
Διαβάστε: Μιχάλη Δούντα, "Είναι ανεξάρτητη η Ελλάς; Συγκρουσιακή συνύπαρξη η σχέση Ελλάδος - Τουρκίας", εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2006.
Είναι δυνατόν η Ελλάς, υπό τις ισχύουσες διεθνείς γεωπολιτικές, στρατηγικές, οικονομικές ισορροπίες να ασκήσει ανεξάρτητη εξωτερική και αμυντική πολιτική; Ποία τα όρια της ελληνικής ανεξαρτησίας;
Ως «κρατική ανεξαρτησία» εννοώ την ισχύ του κράτους. Ο βαθμός της εξαρτάται από παράγοντες όπως γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, οικονομική ευρωστία, παιδευσιακή ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή, το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, η ικανότης της πολιτικής ηγεσίας, συγκλίσεις συμφερόντων με άλλα κράτη και παρόμοια. Ομως, κυρυφαία παράμετρος ανεξαρτησίας, η ένοπλος δυνατότητα του κράτους όταν αντιμετωπίζει απειλές κατά της εδαφικής ακεραιότητας, της αξιοπρέπειας και ελευθερίας του λαού.
Η Ελλάς αδυνατεί να ασκήσει πλήρως την κυριαρχία της λόγω ελλείμματος «ανεξαρτησίας». Το πλατύτερα γνωστό παράδειγμα διαφοροποίησης μεταξύ κυριαρχίας και ανεξαρτησίας προσφέρει η, για χρόνια τώρα, παρεμπόδιση της Ελλάδας να επεκτείνει νομίμως τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 μίλια. Διότι η προς τούτο θέλησή της κάμπτεται ενώπιον της υπέρτερης τουρκικής «πολεμικής ικανότητας» (war capability) και της συναφούς απειλής. Διότι η απειλή πολέμου, έστω και αν δεν διακηρύσσεται, υφέρπει λόγω της ενόπλου υπεροχής της Τουρκίας. Αποτέλεσμα, να προωθούνται «ανεπαισθήτως» και διαχρονικά οι τουρκικές διεκδικήσεις σε όλο το μέτωπο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Παράπλευρα αυτής της πολιτικής θωπειών και ψευδαισθήσεων περί τις τουρκικές προθέσεις είναι, αφενός μεν, η εξασθένηση του αγωνιστικού φρονήματος του λαού, βοηθούντος και του διάχυτου ευδαιμονισμού. Και αφετέρου, η επικίνδυνη υποβάθμιση του οπλοστασίου του κράτους, ιδίως στους καθοριστικούς τομείς της αεροπορικής, πυραυλικής και ηλεκτρονικής θωράκισης. Προς υποστήριξη αυτής της κατευναστικής πολιτικής συχνά διατυπώνεται το επιχείρημα ότι την ίδια, σε γενικές γραμμές, είχαν εφαρμόσει και προσωπικότητες της περιωπής και προσφοράς του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή του χαρίσματος του Ανδρέα Παπανδρέου. Το φαινόμενο εξηγείται:
— Από τη φοβία από την οποία και οι δύο κατετρύχοντο έναντι της Τουρκίας. Δηλαδή την ιδεοληπτική πεποίθηση ότι σε ένοπλη αναμέτρηση των δύο χωρών η Ελλάς είναι «χαμένη από χέρι».
— Επακόλουθο αυτής της μοιρολατρικής εκτίμησης θα έπρεπε να είναι έμφαση στη βελτίωση της αμυντικής μας θωράκισης, ιδίως αεροπορικής, πυραυλικής και ηλεκτρονικής. Ωστόσο, οι τομείς αυτοί με την πάροδο των ετών παραμελήθηκαν. Διότι πολλές και πιεστικές οι ανάγκες ικανοποίησης άλλων κρισίμων παραμέτρων της κρατικής ευθύνης. Και, παράλληλα, οι δυνατότητες της οικονομίας ασφυκτικά περιορισμένες. Παρά ταύτα, το ποσοστό του προϋπολογισμού για τις αμυντικές δαπάνες εκυμαίνετο σε υψηλά επίπεδα. Ομως, όπως μου έλεγε παλαιότερα ξένος στρατιωτικός εμπειρογνώμονας, δεν ήταν τόσο θέμα δαπάνης αλλά επιλογών. Το αμυντικό μας δόγμα σε σχέση με την απειλή και τις γεωπολιτικές εξελίξεις στον περιρρέοντα χώρο παρουσιάζει ρωγμές, με κυριότερη το έλλειμμα της από αέρος θωράκισης. Σε αυτήν θα ’πρεπε να δοθεί απόλυτη έμφαση. Διότι οι λοιπές συνιστώσες της άμυνας θα μπορούσαν εύκολα να εξουδετερωθούν χωρίς την από αέρος κάλυψη. Στο σημείο αυτό ανακύπτουν σοβαρά ερωτήματα ως προς τις ευθύνες της στρατιωτικής ηγεσίας, αφού αυτή εισηγείται στην κυβέρνηση την ακολουθητέα αμυντική πολιτική.
— Άλλος παράγων, όχι αμελητέος, του δισταγμού της ηγεσίας να εντείνει την αμυντική προσπάθεια θα πρέπει να αναζητηθεί σε ανταγωνισμούς και ισορροπίες στην εσωτερική κομματική σκηνή.
— Προσέτι επιβάλλεται να συνεκτιμηθούν πιέσεις από συμμάχους και ετέρους. Ευεξήγητη, κατά συνέπεια, η ροπή της πολιτικής ηγεσίας σε παρηγορητικές ψευδαισθήσεις δυνατότητος έντιμης και συμπεφωνημένης επίλυσης των προβλημάτων με την Τουρκία, παρά το μεταξύ τους ανισοζύγιο ενόπλου ισχύος. Απότοκος αυτής της πραγματικότητας η νοοτροπία του «μη θίγειν τα κακώς κείμενα». Όμως, αυτή βλάπτει πολύ, ιδίως λόγω του δυναμισμού της Τουρκίας και της γεωπολιτικής κινητικότητας στα Βαλκάνια. Αντιθέτως, μπορεί να σημειωθεί θετική ή και σωτήρια εξέλιξη, αν ενίοτε αναλαμβάνονται «σταθμισμένοι κίνδυνοι» (calculated risks). Χαρακτηριστικό αυτής της καθησυχαστικής πολιτικής και το γεγονός ότι Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ ουδέποτε ετόλμησαν να φέρουν ενώπιον της Ολομελείας της Βουλής, προς ευρείας δημοσιότητος συζήτηση, θέμα αμυντικής πολιτικής και καταλληλότητας εξοπλισμών. Ποιές από τις παραμέτρους της «ανεξαρτησίας» είναι επιδεκτικές βελτίωσης; Πολλές, υπό την προϋπόθεση σωστής ιεράρχησης των προτεραιοτήτων της κρατικής δράσης, προώθησης ικανού ανθρώπινου δυναμικού και παραμερισμού των ποικιλώνυμων ομόσταβλων «καταφερτζήδων» που λυμαίνονται το κράτος. Ειδικότερα ως προς την οικονομία των εξοπλισμών υπενθυμίζεται ότι για την ξιπασμένη, νεοπλουτίστικη περιπέτεια των Ολυμπιακών Αγώνων ξοδεύτηκαν πέραν των 13 δισ. ευρώ. Με 9 δισ. θα μπορούσαν να αγορασθούν περίπου 150 πολεμικά αεροσκάφη τελευταίας γενεάς, μεταβάλλοντας υπολογίσιμα υπέρ μας τις ισορροπίες.
Αλλά και τώρα ακόμη, παρά τους διάφορους περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δυνατόν να βρεθούν κονδύλια προς ενδυνάμωση της άμυνας: να θεσμοθετηθεί αυτοδιοικούμενο, εκτός προϋπολογισμού Ταμείο Αμυνας τροφοδοτούμενο από πάνδημη ανταπόκριση, εθελοντικές χορηγίες στις οποίες καθοριστικά να συμβάλλουν οι μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις. Υφίσταται παρεμφερές προηγούμενο με το περίφημο λαχείο του στόλου. Όμως, για να δραστηριοποιηθεί ο λαός χρειάζεται εμπνέων, χαρισματικός ηγέτης που επιτέλους να πει ωμά, απερικόσμητη την αλήθεια για τον τουρκικό κίνδυνο. Να παύσει το παραμύθιασμα του λαού με «μαντζούνια» ελληνοτουρκικών διαλόγων δεδοκιμασμένων και εξ υπαρχής καταδικασμένων, αφού η Τουρκία θα ζητεί πάντα περισσότερα από όσα λογικώς θα μπορούσαμε να της προσφέρουμε χάριν συμφιλίωσης.
Και οι υποχρεώσεις μας έναντι των Ευρωπαίων εταίρων μας και της νατοϊκής συμμαχίας; Θα συμπορευόμαστε μαζί τους στα μεγάλα και ευρύτερα. Θα αξιοποιήσουμε συγκλίσεις με άλλα κράτη και μάλιστα με την αναδυομένη Ρωσία. Και αξιόπιστα, λόγω ένοπλης αποτρεπτικής δυνατότητας, θα διακηρύξουμε απολύτως αδιαπραγμάτευτα και θα προστατεύσουμε με κάθε θυσία ό,τι αφορά την εθνική μας ακεραιότητα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια όλου του έθνους. Η Τουρκία θα αντιληφθεί ότι θα πληρώσει βαρύ τίμημα για κάθε πράξη επεκτατικής θρασύτητας σε βάρος μας.
Οι εξ επαγγέλματος ρεαλιστές, ειρηνιστές και οι όμοιοι θα θεωρήσουν τις προεκτεθείσες απόψεις ουτοπιστική νεφελοβασία ρομαντικών. Ωστόσο, η ένοπλη τουρκική απειλή δεν είναι φαντασίωση, αλλά κατ’ εξοχήν ρεαλιστική, καθημερινή διαπίστωση. Οπως ρεαλιστική είναι η εκτίμηση ότι σε σχέσεις συγκρουσιακής συνύπαρξης, η ειρήνη, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του έθνους διασφαλίζονται, σε μεγάλο βαθμό υπολογίσιμα, μόνον από ισοζύγιο δύναμης, και δη ενόπλου.
Διαβάστε: Μιχάλη Δούντα, "Είναι ανεξάρτητη η Ελλάς; Συγκρουσιακή συνύπαρξη η σχέση Ελλάδος - Τουρκίας", εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2006.