1 Ιουνίου 2025

RND: Οι μεγιστάνες και η ολιγαρχία στα ελληνικά ΜΜΕ

 

Το RND γράφει για την «ολιγαρχία» στα ελληνικά ΜΜΕ, ενώ η Handelsblatt αναλύει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στη διαχείριση του μεταναστευτικού.
Με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ελληνικών μέσων ενημέρωσης ασχολείται σε πρόσφατο ρεπορτάζ του ο Γκερντ Χέλερ, ανταποκριτής του Γερμανικού Δημοσιογραφικού Δικτύου (RND) στην Αθήνα, με αφορμή τη χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας στις λίστες για την ελευθερία του Τύπου ανά τον κόσμο.

«Διεθνώς υπάρχει ολοένα μεγαλύτερη κριτική γύρω από την ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης στην Ελλάδα. Και όπως είχαν καταδείξει και στην τελευταία σχετική λίστα τους οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα στις αρχές Μαΐου, η Ελλάδα είναι τελευταία μεταξύ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ σε αυτόν τον τομέα».

Όπως εξηγεί ακόμη ο δημοσιογράφος, επικαλούμενος και εκτιμήσεις του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ, στο ελληνικό δημοσιογραφικό τοπίο με τα εκατοντάδες ΜΜΕ «η δομή μοιάζει με μία ολιγαρχία», όπου τα περισσότερα μέσα «δεν επηρεάζουν με κανέναν τρόπο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης» και ταυτοχρόνως τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης «ελέγχονται από ισχυρούς και πλούσιους επιχειρηματίες με μεγάλη οικονομική, κοινωνική και πολιτική σφαίρα επιρροής».

Ο Γερμανός ανταποκριτής κάνει μάλιστα ρητή μνεία στον Δημήτρη Μελισσανίδη, την οικογένεια Κυριακού, την οικογένεια Βαρδινογιάννη, τον Ιωάννη Αλαφούζο, τον Βαγγέλη Μαρινάκη αλλά και τον Ιβάν Σαββίδη. Για τον τελευταίο δε το γερμανικό μέσο αναφέρει: «Ο Σαββίδης ενσαρκώνει ίσως τον πιο ανησυχητικό συνδυασμό εξουσίας στα μέσα ενημέρωσης και επιχειρηματικών και γεωπολιτικών συμφερόντων», μιας και είχε στο παρελθόν σχέσεις με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και «θεωρείται έμπιστος του Κρεμλίνου». Επίσης, έχει στην ιδιοκτησία του διάφορες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ενώ «το 2017 ανέλαβε την εταιρεία εκμετάλλευσης του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, όταν αυτή ιδιωτικοποιήθηκε, ελέγχοντας έτσι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, η οποία είναι κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ».

Τα ελληνικά ΜΜΕ δεν είναι κερδοφόρα. Όμως «οι μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης δεν ενδιαφέρονται πρωτίστως να βγάλουν χρήματα. Αυτό που τους απασχολεί είναι η πολιτική επιρροή, την οποία μπορούν να ασκήσουν μέσω των μέσων ενημέρωσής τους […] Το ίδιο επιδιώκουν και μέσω των αθλητικών συλλόγων που ελέγχουν, οι οποίοι έχουν εκατομμύρια οπαδούς. Έτσι, εξασφαλίζουν τεράστια κοινωνική προβολή, η οποία με τη σειρά της μεταφράζεται επίσης σε διεύρυνση της πολιτικής τους επιρροής».

Ο δημοσιογράφος του RND τονίζει τέλος πως το τελευταίο διάστημα «αυξάνεται και η κριτική εναντίον της κυβέρνησης, μιας και η ΕΡΤ και το ΑΠΕ-ΜΠΕ υπάγονται απευθείας στον έλεγχο πρωθυπουργού. Και όποιος θελήσει να αναζητήσει στα κρατικά μέσα ενημέρωσης ρεπορτάζ ή σχόλια αρνητικά για την κυβέρνηση, θα ψάξει μάταια».

Ελλάδα: Αυστηροποίηση της νομοθεσίας για τη μετανάστευση
Η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt γράφει από την πλευρά της για την αυστηροποίηση της ελληνικής μεταναστευτικής νομοθεσίας, αναλύοντας τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα στο μεταναστευτικό.

«Το νέο νομοσχέδιο προβλέπει πως όσοι μετανάστες έκαναν αίτηση ασύλου και αυτή απορρίφθηκε μπορούν να τεθούν υπό κράτηση για έως και δύο έτη, με την κράτησή τους να δύναται να παραταθεί για “λόγους ασφαλείας”. […] Ακόμα, ένας μετανάστης του οποίου η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε οφείλει να εγκαταλείψει τη χώρα εντός 14 ημερών – έναντι των 25 ημερών βάσει της έως τώρα ισχύουσας νομοθεσίας. Και κατά το διάστημα αυτό παρακολουθείται με ηλεκτρονικό βραχιολάκι στο πόδι.

Οι δε απελάσεις δεν θα μπορούν να γίνουν μόνο προς χώρες προέλευσης, αλλά και προς χώρες διέλευσης, εφ’ όσον αυτές θεωρούνται ασφαλείς τρίτες χώρες. Αυτή η ρύθμιση αφορά πρωτίστως την Τουρκία, από την οποία έρχονται οι περισσότεροι παράτυποι μετανάστες στην Ελλάδα. Όποιος απελαθεί και επιστρέψει στην Ελλάδα απειλείται με χρηματική ποινή ύψους 10.000 έως 30.000 ευρώ».

Η Handelsblatt τονίζει πάντως πως, σε περίπτωση που ψηφιστούν οι νομοθετικές προτάσεις, «η πρακτική εφαρμογή των αυστηρότερων διατάξεων θα είναι πιο δύσκολη. Κανείς δεν ξέρει πόσοι είναι οι μετανάστες που βρίσκονται παράνομα στην Ελλάδα. Πρόκειται μάλλον για πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Μόνο πέρυσι κατατέθηκαν 73.684 αιτήσεις ασύλου. Το ποσοστό των απορριφθέντων αιτήσεων βρίσκεται επί του παρόντος στο 29%.

Και να βρεθούν όμως όλοι οι μετανάστες, των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε, είναι αβέβαιο το πού θα διαμείνουν αυτοί. Οι περισσότερες δομές υποδοχής, που μοιάζουν με φυλακές, είναι γεμάτες, το ίδιο και οι περισσότερες φυλακές της χώρας».

Παρ’ όλα αυτά «η Ελλάδα δέχεται ολοένα μεγαλύτερη πίεση στο μεταναστευτικό και μάλιστα με δύο τρόπους: από τη μία πλευρά έρχονται διαρκώς περισσότεροι άνθρωποι από τη Βόρεια Αφρική σε αναζήτηση προστασίας, από την άλλη πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ – μεταξύ αυτών και η Γερμανία – θέλουν να περιορίσουν τη δευτερογενή μετανάστευση.

[…] Η γερμανική κυβέρνηση συγκεκριμένα σχεδιάζει να επιστρέψει στην Ελλάδα μετανάστες που έλαβαν εκεί άσυλο και συνέχισαν ακολούθως το ταξίδι τους προς τη Γερμανία. Στα τελευταία πέντε χρόνια υπήρξαν περίπου 100.000 αλλοδαποί που είχαν αποκτήσει καθεστώς προστασίας στην Ελλάδα, ταξίδεψαν μετά στη Γερμανία και κατέθεσαν και εκεί ξανά αίτηση ασύλου», καταλήγει η Handelsblatt.

Autorenbild Georgios Passas PROVISORISCHAutorenbild Georgios Passas PROVISORISCH
Γιώργος Πασσάς Δημοσιογράφος στην Ελληνική Σύνταξη της DW και απόφοιτος νομικής.