Σε μια περίοδο που οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου βρίσκονται αντιμέτωποι με το ακριβότερο –σε ευρωπαϊκό επίπεδο– κόστος θαλάσσιας μετακίνησης, ο βουλευτής Σάμου κ. Χριστόδουλος Στεφανάδης ανακοινώνει με ικανοποίηση πως “δεν πρόκειται να αυξηθούν οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων”. Οι δηλώσεις αυτές ακολουθούν συνάντησή του με τον Υπουργό Ναυτιλίας κ. Βασίλη Κικίλια, την οποία μάλιστα συνόδευσε με φωτογραφίες και προσωπικούς χαρακτηρισμούς περί “εξαιρετικού φίλου”.
Ωστόσο, πίσω από τις δημόσιες σχέσεις και τις δηλώσεις προθέσεων, παραμένει μια θεμελιώδης πολιτική απουσία: Ποτέ δεν έχει κατατεθεί στη Βουλή ερώτηση, τροπολογία ή πρόταση νόμου από τον βουλευτή Σάμου –ή άλλον κυβερνητικό βουλευτή νησιωτικής περιοχής– για τη μείωση του ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα εφαρμόζει τους υψηλότερους συντελεστές στην Ε.Ε.
Στην κορυφή της Ε.Ε. στον ΦΠΑ, στο περιθώριο η πολιτική πίεση
Σήμερα, οι επιβάτες ακτοπλοΐας στην Ελλάδα πληρώνουν ΦΠΑ 13% και 24% για τα συνοδευόμενα οχήματα. Αντίστοιχα, η Ιταλία εφαρμόζει ΦΠΑ 5%, η Ισπανία 10%, η Σουηδία 6%, ενώ Μάλτα και Δανία έχουν μηδενικό ΦΠΑ στις θαλάσσιες μεταφορές. Αυτά τα στοιχεία παρουσιάζουν μια καθαρή εικόνα: η Ελλάδα υπερφορολογεί τη θαλάσσια μετακίνηση, παρά το ότι διαθέτει τη μεγαλύτερη ακτοπλοϊκή δραστηριότητα στην Ευρώπη (18% της συνολικής κίνησης με μόλις 2% του πληθυσμού).
Παρά τις συνεχείς παρεμβάσεις του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ) που ζητά επανειλημμένα τη μείωση του ΦΠΑ ως μέτρο βιωσιμότητας και ανακούφισης, δεν υπάρχει καμία κοινοβουλευτική πίεση από την κυβερνητική πλευρά. Αντί για έμπρακτες νομοθετικές ενέργειες, οι νησιώτες καλούνται να αρκεστούν σε ανακοινώσεις περί “σταθερότητας τιμών”, σε μια περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός και η αύξηση των καυσίμων εντείνουν τη συνολική επιβάρυνση.
Προεκλογικές υποσχέσεις – μετεκλογική απραξία
Η συνάντηση του κ. Στεφανάδη με τον Υπουργό κατέληξε σε υποσχέσεις: διατήρηση των ναύλων, μείωση λιμενικών τελών, μελλοντικές εκπτώσεις για οικογένειες και διανομή 43 εκατ. ευρώ μέσω του μεταφορικού ισοδύναμου. Όμως, ουδεμία από αυτές τις δεσμεύσεις συνοδεύεται από συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία ή χρονοδιάγραμμα εφαρμογής. Η δε επίκληση της “πρόσφατης μείωσης των λιμενικών τελών” δεν αρκεί για να καλύψει το κόστος μετακίνησης, που παραμένει δυσβάσταχτο για τους μόνιμους κατοίκους και ιδιαίτερα για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Η πολιτική αναντιστοιχία και η απουσία θεσμικής δράσης
Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι βαθιά πολιτικό: όταν ένας βουλευτής νησιωτικής περιοχής επιλέγει να περιοριστεί σε δηλώσεις και φωτογραφίες, αντί να αξιοποιήσει τα κοινοβουλευτικά του εργαλεία –κατάθεση τροπολογίας, επερώτηση, πίεση μέσω επιτροπών–, τότε οι δημόσιες δεσμεύσεις χάνουν την αξία τους. Η σιωπή στη Βουλή μεταφράζεται σε σιωπηλή αποδοχή του υφιστάμενου φορολογικού καθεστώτος.
Η ουσία είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει επιδείξει καμία πρόθεση αλλαγής της φορολογικής πολιτικής στην ακτοπλοΐα. Και όσο το ΦΠΑ παραμένει στο 13% για επιβάτες και 24% για Ι.Χ., η διαβεβαίωση “δεν θα αυξηθούν οι τιμές” ακούγεται περισσότερο ως αναγκαία επικοινωνιακή άμυνα, παρά ως ουσιαστική πολιτική πρόταση.
Συμπέρασμα
Σε μια χώρα που βασίζεται στον τουρισμό και τη νησιωτικότητα, η πρόσβαση στα νησιά δεν μπορεί να είναι προνόμιο των λίγων. Η μείωση του ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά δεν είναι πολυτέλεια – είναι προϋπόθεση κοινωνικής ισότητας και βιώσιμης ανάπτυξης. Οι νησιώτες περιμένουν λιγότερες υποσχέσεις και περισσότερες ενέργειες. Και η Βουλή παραμένει, μέχρι στιγμής, σιωπηλός θεατής.