Ο αξιωματικός καλά που ήταν «παλαβός» και γίν’τσι τσιουμπάν(ι)ς!
Η Επιστράτευση στο Μεσότοπο και στη Μυτιλήνη
...Αν δεν γυρίσω και πέσω νεκρός, εκτελώντας το καθήκον μου, να το έχετε καύχημα, που έχετε τέτοιον πατέρα...
28 Οκτωβρίου 1940, 5.00 η ώρα το πρωί ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι πηγαίνει στο σπίτι του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, στην Κηφισιά, και του δίνει το τελεσίγραφο της κυβερνήσεώς του, που ζητά «γην και ύδωρ».
Ο Μεταξάς είπε το θρυλικό «ΟΧΙ».
Οι Ιταλικές Μεραρχίες, που ήταν μέσα στην Αλβανία επιτέθηκαν και μπήκαν στο ελληνικό έδαφος. Η οργάνωση για Πόλεμο, που είχε γίνει στην Ελλάδα, ενεργοποιήθηκε αμέσως. Έχουμε πόλεμο και Γενική Επιστράτευση! Οι ηλικίες που καλούνται είναι από 20-40 ετών.
Η διαταγή έφθασε και στο χωριό μας το Μεσότοπο.
Το σχολείο κλείνει, δεν θα γίνονται μαθήματα και το κοινοτικό Γραφείο, που ήταν και το τηλέφωνο, θα λειτουργεί καθ’ όλον το 24ωρο με υπεύθυνο τον διευθυντή του Δημοτικού σχολείου Ευστράτιο Αϊβαλιώτη.
Οι ομάδες των επιστρατευμένων, συγκεντρωθήκανε στα Χωραφούδια, ςτου Π’γαδέλ(ι), για αναχώρηση στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό Άγρας. Ο ενθουσιασμός τους ήταν το κάτι άλλο!
Από τη μια φεύγανε ομάδες καλουμένων εφέδρων και από την άλλη καλούνταν ιδιοκτήτες υποζυγίων-μουλαριών, να τα πάνε στη Μυτιλήνη και να τα παραδώσουνε στην στρατιωτική διοίκηση Λέσβου, χωρίς σαμάρια, γιατί ο Στρατός έχει δικά του σαμάρια άλλου τύπου.
Από τις 8.00 το πρωί μέχρι το μεσημέρι της 29ης, το χωριό είχε αδειάσει από νέους ανθρώπους και από μουλάρια, που το Μεσότοπο είχε αρκετά και καλά.
Ο πατέρας μου ήταν στον τότε Γιαλό και τώρα Ταβάρι και η μάνα μου στο τζάκι που ήταν μέσα στην κουζίνα είχε σβήσει την φωτιά, γιατί το πλιγούρι είχε γίνει και ετοίμαζε τον σουφρά για να μας βάλει-εμάς τα τέσσερα παιδιά-να φάμε.
Κείνη την ώρα χτύπησε το κριτσέλ(ι) στην εξώπορτα!
Την άνοιξε η αδερφή μου και μπαίνει μέσα ο Ευστράτιος Αϊβαλιώτης, έρχεται στην κουζίνα και κρατούσε στο χέρι του έναν φάκελο.» Κυρά Μαριάνθη, καλημέρα. Το φάκελο αυτό θα πρέπει το συντομότερο να φτάσει στα χέρια του κ. Πλάτων.
Το πήρα εγώ από το χέρι του, βγάζω το χαρτί, διπλωμένο, μακρόστενο και διαβάζω: «Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείο Στρατιωτικών (…) κατεπείγον! Διαταγή. Προς τον έφεδρον αξιωματικόν Πλάτων Σαραντίδην (…)
Διατάσσομε υμάς άμα τη λήψη της παρούσης διαταγής παρουσιασθείτε εις την πλησιεστέρα αστυνομική ή στρατιωτική αρχή δια τα περαιτέρω».
Σφραγίδες, υπογραφές και κάτω-κάτω στο φύλλο: Προσοχή η ώρα και ημερομηνία αναχωρήσεως εκ της μονίμου διαμονής να αναγράφονται και να πιστοποιούνται από τον πρόεδρο της Κοινότητος με υπογραφή και σφραγίδα». Από τη στιγμή εκείνη όλα έγιναν κατεπείγον!
Στις 4.00 η ώρα το απόγευμα ο Πλάτων ξυρισμένος, κουρεμένος φορώντας το μοναδικό κοστούμι που είχε και τα σχολιανά παπούτσια γυαλισμένα. Μέσα στο μπαούλο το πλακέ πιστόλι Μάουζερ-εκ της Μικράς Ασίας- που ήταν χρόνια σε ακινησία, πηγαίνει το παίρνει και μας βάζει στη σειρά δύο αγόρια και δύο κορίτσια μέσα στην αυλή και μας λέγει:
«Η πατρίδα με καλεί να πολεμήσω τον εχθρό, που μας κήρυξε πόλεμο. Αν δεν γυρίσω και πέσω νεκρός, εκτελώντας το καθήκον μου, να το έχετε καύχημα, που έχετε τέτοιον πατέρα. Και άμποτε μεγαλώσετε και σας χρειαστεί η πατρίδα να πολεμήσετε τον εχθρό της, να μιμηθείτε τον πατέρα σας»!
Τα δάκρυα της μάνας , που ήταν δίπλα της, τρέχανε ποτάμι… Μας χαϊδεύει το κεφάλι, μας αποχαιρετά και στην μάνα μου Μαριάνθη: « Τα παιδιά θα τα επιτηρείς να γίνουν άξιοι πολίτες».
Όταν έστριψε η φοράδα, που ήταν καβάλα, στο πηγάδι του Καραμάνη, και τον είδαμε, ο ενθουσιασμός του και η χαρά του δεν λεγότανε! Δεν πήγαινε σε πόλεμο, πήγαινε σε πανηγύρι!
Την πρώτη νύχτα του πολέμου στο χωριό μάλλον δεν κοιμήθηκε κανείς. Σε όλα τα παράθυρα, που έμπαινε φως, κρεμασμένες κουρελούδες. Το φως απαγορευότανε να φαίνεται. Το ίδιο και στα καφενεία, που είχαν κάτω από το τεζιάκι ένα λαδοφάναρο. Η διαταγή της συσκοτίσεως είχε ανακοινωθεί στις 4.00 η ώρα το απόγευμα μαζί και άλλες οδηγίες προς τους κατοίκους του χωριού, ότι η χώρα είναι σε πόλεμο και τι πρέπει να κάνομε. Τη νύχτα που πέρασε όλοι εμείς να κλαίμε και να λέμε πού είναι ο πατέρας μας και πού πηγαίνει…
Κάθε βράδυ 5.00 η ώρα κατέβαινε στην πλατεία του χωριού ο χωροφύλακας και διάβαζε το πολεμικό ανακοινωθέν. Τα φίλια τμήματα περάσανε από την άμυνα στην επίθεση, συνελήφθησαν τόσοι Ιταλοί αιχμάλωτοι και το ραδιόφωνο του Μπαμπέγα να μεταδίδει τα πολεμικά θούρια! Οι γυναίκες του χωριού οργανωθήκανε και στο σχολειό πλέκανε φανέλες για τα δέματα που στέλνανε στο Μέτωπο.
Οι πρώτοι χωριανοί που πηγαίνανε στη Μυτιλήνη γυρίζανε και λέγανε: «Ί ιιιι να δεις ντου Πλάτων! Αξιουματικός, άστρα πά’ ςντουν ώμου τ’ γκισμέδια κότσ’να γυαλ’σμένα, γκη πιστόλα σγκη μέσ’! ‘Π’ όπ’ πιρνά ςγκη μπάντα , να πιράσ’ η Πλάτων! Και οι κακές οι γλώσσες! Μια κυρία χαριτωμένη του χωριού, που είχε πάει στην Μυτιλήνη, βλέπει τη μάνα μου: «Ίιι Μαριάνθ’ η Πλάτων 25 χρουνώ παλικάρι! Άμα δεν στον φάνε οι Μυτιληνιές, καλά θα είναι»! Και απαντάει η μάνα μου: Δε σας μοιάζ(ι) ο Πλάτων.
Παραγγελιά μου άφησε για τα μουρά. Φαμ’λιάρ’ς είναι!».
Και φτάνουν κατά το τέλος Νοεμβρίου, αδειούχοι, οι πρώτοι τραυματίες. Όλη νύχτα το χωριό χαμός! Όλα τα σπίτια ανοιχτά Ούζα, τραγούδια, μουσικές και βίρα το «κορόιδο Μουσολίνι»! Και σε λίγο η είδηση του πρώτου νεκρού που έπεσε μαχόμενος, του Δημητρίου Καλαϊτζή του Ιωάννου…
Στο μέσον Ιανουαρίου ο Στρατός μας είχε μπει στην Αλβανία κατέλαβε Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα και οι επιθέσεις συνεχιζότανε με την ιαχή «Αέρα»! Παρ’ όλες τις δυσκολίες, που είχε ο Στρατός μας, κακοτράχαλα βουνά, οι χιονοθύελλες του χειμώνα, οι ελλείψεις σε τρόφιμα, το ηθικό των στρατιωτών μας ήταν υψηλό!
Το λεωφορείο που εξυπηρετούσε την γραμμή Μυτιλήνη-Ερεσό-Μεσότοπο, σταματούσε το απόγευμα στην Καψαλιά, στην Αχλάδα και από εκεί στο Μεσότοπο πεζή ή με αγώγι για το χωριό.
29 Ιανουαρίου πεθαίνει ο πρωθυπουργός και αναλαμβάνει καθήκοντα ο Κορυζής.
Αρχάς Φεβρουαρίου βράδυ, που ερχότανε από την Μυτιλήνη οι επιβάτες, έρχεται στο σπίτι μας ο Στέλιος Βακάλης. Οι αξιωματικοί τότες είχαν άλογα, για να κάνουν τις νυκτερινές τους επιθεωρήσεις και δικαιολογούσανε έναν στρατιώτη σταβλίτη για το άλογο.
Ο Στέλιος Βακάλης ήταν σταβλίτης στο άλογο του Πλάτων. Ο Στέλιος μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι, οχτώ η ώρα το βράδυ, μαντύα, κασκόλ, δίκοχο, στολή στρατιωτική… Η μάνα μου μόλις τον είδε, «βρε Στέλιο, πώς τέτοια ώρα; Ήρθες να μου πεις τίποτα για τον Πλάτων; Είναι καλά;».
Καλά είναι ο Πλάτων και με έστειλε, κυρά Μαριάνθη, να σου φέρω- και βάζει το χέρι του στην χλαίνη και βγάζει έναν φάκελο. Εδώ μέσα έχει 10.000 δρχ. Αύριο το πρωί, μου είπε, να πάρεις τον αδερφό σου, τον Μήτρο, και να πάτε στις μάντρες να αγοράσετε πρόβατα.
Οι δραχμές να γίνουν πρόβατα. Όσα πάρετε. Μόλις το άκουσε πετάγεται η μάνα μου! «Ίιι, βρε Στέλιο! Τσιουμπάν»ς θι γέν(ι) ο Αξιουματικός! Ήταν που ήταν παλάβός, τώρα παλάβωσε ολωσδιόλου! Έχουμι μωρά, κόρες να παντρέψουμι. Αλλά πότε ήταν γνωσ’κός»! Δε ξέρω, της λέγει ο Στέλιος. Ό,τι μου είπε, αυτά σου λέγω και μόλις τα πάρεις, τα πρόβατα, αύριο-μεθαύριο, να τον ειδοποιήσεις τηλεφωνικώς, ότι τα πήρες. Στέλιο, να σου βάλω ένα ρακί και μεζέ, από το φαϊ, που έχουμε, λίγα ρεβίθια…
Μόλις έφυγε ο Στέλιος, πηγαίνει, βάζει τα 10 χιλιάρικα μες στο μπαούλο. Πότε είχε δει τόσα λεφτά! Ας τον Πλάτων να νοιάζεται για πρόβατα…
Μετά από 10 μέρες νάτος πάλι ο Στέλιος! « Κυρά Μαριάνθη, ο Πλάτων περιμένει να μάθει τι έκανες και δεν έχει καμιά είδηση. Και με έστειλε ξανά να σου πω να αγοράσεις πρόβατα όσο μπορείς πιο γρήγορα»! Όλη μέρα, που γυρίζανε στις μάντρες η Μαριάνθη με τον αδερφό της τον Μήτρο, κανείς δεν πουλούσε! Ο ένας δε μπορώ να πουλήσω, λείπει το παιδί μου στρατιώτης… Τι ίδιο και οι άλλοι κιαχαγιάδες...
Τελικά τα ζωντανά αγοράστηκαν όταν επέστρεψε ο πατέρας μου δια μέσου Πολυχνίτου-Αποθήκας στο χωριό, μετά την παράδοση της Λέσβου στους Γερμανούς στις 5 Μαΐου 1941.
Αμέσως με αστραπιαίες κινήσεις-εντός Μάϊου-στη μία κατσίκα που είχε η οικογένεια προστέθηκαν: 4 πρόβατα, που αγοράστηκαν από Γιάννη Καρδαρά, ένα από Γεώργιο Κωνσταντιδέλλη-Ταρνανάτο, ένα από Ονούφριο Τζοβάνη και μια κατσίκα από τον Χρησταρά τον Μπαλιλή. Σε ένα μήνα με όλα αυτά τα χρήματα της αγοράς των προβάτων δεν έπαιρνες, λόγω του πληθωρισμού-ούτε δυο καφέδες!
Φεβρουάριος 1941, πόλεμος κι ο Πλάτων αξιωματικός! Φεβρουάριος 1942, Γερμανική Κατοχή, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι Αθηνών με καταγωγή Μεσότοπο, ήρθανε στο χωριό. Ήτανε η χρονιά της μεγάλης πείνας και ο κόσμος προσπαθούσε να ζήσει με χόρτα ή κανα ψάρι, που βγάζανε οι ψαράδες ή λίγο γάλα. Ο Στέλιος Βακάλης με τον Ιγνάτιο Ρεπάνη-Μπουνάτσο, θα ρίχνανε δίχτυα αλλά ο καιρός δεν το επέτρεψε.
Ο Πλάτων με την φαμίλια όλη στο Ταβάρι και πρόβατα αγόρασε και τσομπάνης έγινε-6 πρόβατα και 2 κατσίκες- και φέρνει το πρωινό άρμεγμα, γύρω στις έξη οκάδες γάλα κατευθείαν στη μεγάλη χαράνα, στο τζάκι, που ήταν μέσα στο μαγαζί. Έβρασε το γάλα να πιούνε τα μωρά, να πιούνε και οι παρευρισκόμενοι. Πιες και συ-πιες και συ στα ποτήρια του νερού, τα χοντρά. Ο Μπουνάτσος με τον Στέλιο καθότανε ο ένας απέναντι του άλλου στο τραπέζι και είχαν πιεί το μισό ποτήρι γάλα ζεστό. Ο Στέλιος είδε κι όλους τους άλλους που πίνανε γάλα και λέγει στον Μπουνάτσο εμπιστευτικά, και το άκουσε όμως και η μάνα μου… «Ο αξιωματικός καλά που ήταν παλαβός τση γίν’τσι τσιουμπάν(ι)ς!».
ΥΓ: Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι έκανε τον πατέρα μου να αγοράσει πρόβατα; Ήταν έφεδρος , πληρωνόταν με βαθμό λοχαγού 3.600δρχ. τον μήνα συν η Πρόνοια των Εφέδρων Αξιωματικών που έδινε τρόφιμα, μανέστρα, ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια για τις οικογένειές τους. Ο Πλάτων τότε ήταν 45 ετών και πολύτεκνος και δεν πήγε στο Μέτωπο αλλά έμεινε στην Μυτιλήνη.
Τώρα τι πράγμα έκανε τον πατέρα μου, που από το Ταβάρι βρέθηκε στη Μυτιλήνη, να έχει τέτοιες ανησυχίες; Ρώτησα έναν γνωστό μου αντιστράτηγο, του είπα την ιστορία και μου είπε…
Σαν στρατιωτική ιδιοφυία με πλούσια εμπειρία από τους Βαλκανικούς πολέμους, Μακεδονικό Μέτωπο, Μικρασία, εκτίμησε πως παρά τις νίκες του Στρατού στο Μέτωπο με τους Ιταλούς δεν θα είναι τελικά η Ελλάδα νικητής, γιατί η σύμμαχός τους Γερμανία δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρα!
Και έτσι και έγινε.
Ή στην τότε στρατιωτική Διοίκηση Μυτιλήνης έπεσε στα χέρια του κάποιο ενημερωτικό κείμενο άκρως εμπιστευτικό, που εφιστούσε στις στρατιωτικές μονάδες δια παν ενδεχόμενον «έσω έτοιμος» και αυτό το κείμενο τον έκανε να λειτουργήσει με την διαίσθησή του «κατά μόνας», ώστε να σώσει την οικογένειά του από την πείνα!
*Αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου Πλάτων Σαραντίδη του Παναγιώτου, εφέδρου αξιωματικού, που επιστρατεύτηκε στις 29 Οκτωβρίου του 1940 εις τον ελληνοϊταλικόν πόλεμον και πήρε όχι απολυτήριον αλλά «άδεια επ’ αόριστον» στις 5 Μαΐου 1941.
Κωνσταντίνος Πλάτ. Σαραντίδης
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Μεσοτοπίτικα Νέα" πριν 10 χρόνια (2014). Ο Κωνσταντίνος (Ντίνος) Σαραντίδης δεν ζει πια καθώς έφυγε από τη ζωή πριν ένα μήνα (Σεπ. 2024).)
Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (ΟΛΣΑ)
https://lesvos-olsa.blogspot.com/
https://www.facebook.com/LesvosOLSA