3 Οκτωβρίου 2024

Ολισθαίνοντας προς το συνυποσχετικό, εκχωρώντας τα πάντα

 

Του Αλέξανδρου Τάρκα*

Η προ εβδομάδος συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρ.Τ. Ερντογάν πρόσφερε τα θετικά στοιχεία της παράτασης της διμερούς ύφεσης και επιβεβαίωσης των υπηρεσιακών καναλιών επικοινωνίας. Ωστόσο, δημιούργησε και νέες ασάφειες, πολλαπλασιάζοντας τις ανησυχίες ότι ο -κατά τ’ άλλα απολύτως απαραίτητος- διάλογος διολισθαίνει σε διεύρυνση της ατζέντας εκκρεμοτήτων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.

Σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση του Μεγάρου Μαξίμου, «ανατέθηκε στους υπουργούς Εξωτερικών να αρχίσουν την προετοιμασία για τη σύγκληση του επόμενου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, στην Άγκυρα τον Ιανουάριο, στη βάση της Διακήρυξης των Αθηνών».

Κατά την ανεπίσημη εκδοχή, οι κύριοι Γ. Γεραπετρίτης και Χ. Φιντάν, ουσιαστικά, θα διερευνήσουν αν υφίστανται συνθήκες για διαπραγμάτευση επί ενός ή πολλών ζητημάτων στο Αιγαίο (σ.σ.: ο κ. Μητσοτάκης άλλοτε χρησιμοποιεί ενικό κι άλλοτε πληθυντικό αριθμό ή επιθετικούς προσδιορισμούς προς ιεράρχηση της σημασίας ενός εκ δήθεν περισσοτέρων). Απώτερος σκοπός θα είναι η σύνταξη συνυποσχετικού παραπομπής των διαφωνιών στα διεθνή δικαστήρια της Χάγης ή του Αμβούργου (για το Δίκαιο της Θάλασσας). Στο μεταξύ, ασφαλώς, η τουρκική πλευρά θα αξιοποιεί κάθε ευκαιρία -με το πρόσχημα των «συνδεόμενων θεμάτων»- για την προβολή των αξιώσεων αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και περιορισμού των βυθομετρικών ερευνών και γεωτρήσεων (αντίστοιχα, για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου και πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων). Θα επιδιώκει, επίσης, αναγνώριση της «νέας πραγματικότητας» του τουρκολιβυκού μνημονίου διά της ελληνικής σιωπής ή ολιγωρίας.

Όμως το ακόμα σοβαρότερο ζήτημα είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τους τελευταίους μήνες, άλλαξε θέσεις και τακτική σε τρία κυρίως ζητήματα:

– Πρώτον, απουσιάζει πλήρως από την ελληνική επιχειρηματολογία και διπλωματική φρασεολογία η πάγια αρχή για το αδιαίρετο των εθνικών συνόρων από τις εκβολές του ποταμού Έβρου ως το Καστελόριζο, όπως υποστήριζαν όλες οι κυβερνήσεις από το 1974 ως σήμερα. Πρόκειται για τον πυρήνα των νομικών θέσεων και δικαίων της Ελλάδας. Γιατί άλλη θα είναι η προσέγγιση των δικαστηρίων της Χάγης ή του Αμβούργου για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ με βάση το «αδιαίρετο», διαφορετική με βάση μόνο τη νήσο Στρογγύλη του συμπλέγματος του Καστελόριζου και, ενδεχομένως, πολύ διαφορετική, όταν το ίδιο σύμπλεγμα 13 νησιών, νησίδων και βραχονησίδων εξεταστεί ως γεωγραφικό και διοικητικό τμήμα των Δωδεκανήσων.

– Δεύτερον, ενώ στο υπουργείο Εξωτερικών τόνιζαν (περισσότερο η υφυπουργός Αλ. Παπαδοπούλου και λιγότερο ο κ. Γεραπετρίτης), σε υπηρεσιακές συσκέψεις μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, τη σημασία αυτοτελούς οικονομικής δραστηριότητας στα νησιά (ώστε, κατά τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, να έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ακόμα και οι βραχονησίδες), η κυβέρνηση έκανε στροφή 180 μοιρών. Σύμφωνα με την πρόσφατη αποκάλυψη της «Εστίας», σε νομοσχέδιο του υπουργείου Ενέργειας για το Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο στον τουρισμό «δεν επιτρέπεται κανένα είδος τουριστικής ανάπτυξης» (δηλαδή, δεν επιτρέπεται οικονομική δραστηριότητα!) σε «βραχονησίδες, νησιά με έκταση μικρότερη των 300 στρεμμάτων, νησιά σε απόσταση μικρότερη των 10 ν.μ. από τα θαλάσσια σύνορα της χώρας και σε νησιά σε απόσταση μεγαλύτερη των 10 ν.μ. από παράκτιες περιοχές του ηπειρωτικού τμήματός της». Τα σχόλια περιττεύουν.

– Τρίτον, η κυβέρνηση εμφανίζεται ικανοποιημένη με τον μηδενισμό παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου και παραβάσεων στο FIR Αθηνών από τουρκικά μαχητικά, αλλά υποβαθμίζει τη σημασία των καθημερινών -εδώ και δύο μήνες- πτήσεων UAV και αεροσκαφών ηλεκτρονικού πολέμου. Επίσης, κρύβει τις τουρκικές προειδοποιήσεις, μέσω ασυρμάτου, προς πτήσεις της πολιτικής αεροπορίας και εντός ελληνικού εναέριου χώρου και εντός διεθνούς χώρου που υπάγεται στο FIR Αθηνών. Στην πρώτη περίπτωση παραβιάζεται η εθνική κυριαρχία και στη δεύτερη η διοικητική ευθύνη και αρμοδιότητα της Ελλάδας έναντι του ICAO και όλων των χωρών.

Αναρωτιέται κανείς πόσο ασφαλή θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης -πραγματικά- την παρούσα και επικείμενη διαδικασία διαλόγου. Αν είναι απόλυτα πεπεισμένος για την ορθότητα των επιλογών του, θα του ήταν εύκολο να ενημερώσει τη Βουλή των Ελλήνων, την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. ή τους πρώην πρωθυπουργούς Κ. Καραμανλή και Αντ. Σαμαρά. Δεν το αποτολμά. Και, όσο παρατείνει την πρωτοφανή τακτική της προσωπικής διπλωματίας, που έχει ήδη οδηγήσει σε επιδείνωση του ισοζυγίου ισχύος και επιρροής Ελλάδας και Τουρκίας διεθνώς, τόσο διογκώνονται οι επιφυλάξεις της κοινής γνώμης και, κυρίως, των ψηφοφόρων της Κεντροδεξιάς.

* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη