Γράφει ο Λεωνίδας Κουμάκης*
Οι κάθε κατηγορίας «εκλογές» στην Τουρκία -δημοτικές, βουλευτικές, προεδρικές κ.α.- ελάχιστη σχέση έχουν με τις συνθήκες διεξαγωγής εκλογών σε ολόκληρη την Δύση. Από την εποχή ακόμα της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας (29 Οκτωβρίου 1923) όταν συνταγματικά επιτρεπόταν η λειτουργία ενός και μοναδικού κόμματος (του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, την σημερινή αντιπολίτευση των Κεμαλιστών), μέχρι και σήμερα - ένα αιώνα αργότερα, η κεντρική εξουσία είναι διαχρονικά συγκεντρωτική, αυταρχική και αδίστακτη.
Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν με τις διακηρύξεις αλλά και τις ενέργειες της δεκαετίας του 1990, από τον τότε δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενάντια στην διαφθορά και την ανελευθερία των διαδοχικών Κεμαλικών κυβερνήσεων, μετατράπηκε σταδιακά σε ένα μεγάλο λαϊκό τσουνάμι που έπνιξε κάθε αντίδραση του παραδοσιακού Κεμαλικού κατεστημένου και του Βαθέως Τουρκικού Κράτους.
Τα πύρινα λόγια του Ρ. Τ. Ερντογάν στην ιδρυτική συνέλευση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στο Bilkent Hotel and Conference Center, της Άγκυρας (14 Αυγούστου 2001) προκάλεσαν ρίγη ενθουσιασμού σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα: («...Η σημερινή μέρα θα περάσει στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας ως η μέρα που καταρρέει η ολιγαρχία του ηγέτη και που τη θέση της παίρνει η αντίληψη για ένα συλλογικό ορθολογισμό... Η σημερινή μέρα θα περάσει στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας ως η μέρα που δημιουργείται ένα εντελώς νέο μοντέλο πολιτικής οργάνωσης, ανοιχτό στον δημοκρατικό έλεγχο των ψηφοφόρων...»).
Όλα αυτά όμως, όπως αποδείχτηκε πολύ αργότερα, ήταν λόγια του αέρα αλλά για μια ολόκληρη δεκαετία, όλες ανεξαιρέτως οι εκλογικές αναμετρήσεις κατέληγαν σε πραγματικό θρίαμβο του ΑΚΡ και του Ρ. Τ. Ερντογάν, με ολοένα και μεγαλύτερη διαφορά ψήφων από τους Κεμαλιστές που ακολουθούσαν. Στο απόγειο ακριβώς αυτό της δόξας του, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Τουρκίας, ο Ερντογάν επέτρεψε, το έτος 2012, την λειτουργία του HDP, του φιλοκουρδικού Κόμματος των Λαών, σαν μια πολύ σημαντική ένδειξη εκδημοκρατισμού της Τουρκίας.
Το επόμενο όμως έτος 2013 σημαδεύτηκε από μια τεράστια λαϊκή αντίδραση, με νεκρούς και τραυματίες, για την κυβερνητική απόφαση μετατροπής του πάρκου Γκεζί της Κωνσταντινούπολης σε γιγαντιαίο εμπορικό κέντρο, σε συνδυασμό με τα μεγάλα σκάνδαλα διαπλοκής που αποκάλυψαν οι Γκιουλενιστές – ιδιαίτερα τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Ερντογάν με τον γιό του Μπιλάλ σχετικά με το ύψος μιας δωροδοκίας που απαιτούσε η «Φαμίλια Ερντογάν».
Η εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας οδήγησε τον Ρ. Τ. Ερντογάν στην εσπευσμένη απόφαση να κατέβει από το «τραίνο της Δημοκρατίας» και να επιβιβαστεί στο «τραίνο της απολυταρχίας». Άλλωστε, ο ίδιος είχε διακηρύξει με σαφήνεια την «φιλοσοφία» του σύμφωνα με την οποία «Η Δημοκρατία είναι το τραίνο που θα μας οδηγήσει στον στόχο μας. Μόλις πετύχουμε τον στόχο μας κατεβαίνουμε από το τραίνο».
Από το 2013 και μετά, όλες ανεξαιρέτως οι «εκλογές» που έγιναν στην Τουρκία (προεδρικές, βουλευτικές, δημοτικές, δημοψήφισμα 16/4/2017) ήταν ελεγχόμενες με νοθεία τόσο στην κάλπη, όσο και σε ολόκληρη την χώρα (αστυνομοκρατία, ασφυκτικός έλεγχος ΜΜΕ και τουρκικής δικαιοσύνης, απαγορεύσεις, στραγγαλισμός ελευθερίας έκφρασης, διώξεις αντιφρονούντων και ιδίως των Κούρδων του πρώην HDP - νύν DEM κ.ο.κ.ε.).
Το πρώτο ρήγμα στο ισλαμικό καθεστώς σημειώθηκε στις 31 Μαρτίου 2019 στην Κωνσταντινούπολη. Ο υποψήφιος δήμαρχος Εκρέμ Ιμάμογλου ανέθεσε στο στέλεχος των Κεμαλικών Τζανάν Καφταντσίογλου την οργάνωση ενός συστήματος ελέγχου των αποτελεσμάτων της κάλπης, με την προσωπική παρουσία αντιπροσώπων σε κάθε μία εκλογική κάλπη ξεχωριστά. Το σύστημα λειτούργησε αποτρεπτικά, με αποτέλεσμα τον αποσυντονισμό του καθεστώτος και την απότομη διακοπή καταμέτρησης των ψήφων λόγω… διακοπής ρεύματος!
Ο (αντίπαλος του Ιμάμογλου και δεξί χέρι του Ερντογάν) Μπιναλί Γιλντιρίμ ανακοίνωσε εσπευσμένα την «νίκη» του, αλλά όταν επανήλθε το ρεύμα και ολοκληρώθηκε η καταμέτρηση των ψήφων, νικητής αναδείχθηκε ο Εκρέμ Ιμάμογλου με διαφορά μόλις 13.729 ψήφων. Στις 6 Μαΐου 2019, το (διορισμένο από τον Ερντογάν) Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK) κήρυξε άκυρες τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, όπως απαιτούσε ο Ρ.Τ. Ερντογάν. Οι επαναληπτικές εκλογές έγιναν τέλη Ιουνίου 2019 χωρίς διακοπές ρεύματος και ο Εκρέμ Ιμάμογλου επικράτησε στις 28 από τις 39 γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, με συνολική διαφορά ψήφων που ξεπέρασε τις 700.000 ψήφους.
Η Τζανάν Καφταντσίογλου που θεωρείται «ο αρχιτέκτονας» των δύο διαδοχικών νικών του Εκρέμ Ιμάμογλου, μόλις λίγους μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 2019) «τιμωρήθηκε» από το καθεστώς με διώξεις και καταδίκη (πρώτος βαθμός) σε κάθειρξη 10 ετών με τις κατηγορίες της «τρομοκρατικής προπαγάνδας» και της «προσβολής του αρχηγού του κράτους» για αναρτήσεις που είχε κάνει στο Twitter μεταξύ των ετών 2012 και 2017 (Πάρκο Γκεζί και δήθεν απόπειρα πραξικοπήματος το 2016). Το 2022 η ποινή της μειώθηκε σε φυλάκιση 4 ετών και 11 μηνών ενώ λίγο πριν από τις πρόσφατες εκλογές, σύρθηκε και πάλι σε ανάκριση για ανύπαρκτο «σκάνδαλο χρηματισμού» στον Δήμο Κωνσταντινούπολης, προφανώς για να αποτραπεί η ανάμειξη της στις δημοτικές εκλογές του 2024.
Ο Εκρέμ Ιμάμογλου μεταξύ 2019 και 2024 δέχτηκε από την κεντρική κρατική διοίκηση 1.019 ελέγχους κάθε κατηγορίας, έναντι μόλις 147 ελέγχων (κυρίως ρουτίνας) που έγιναν στον αμέσως προηγούμενο δήμαρχο των ισλαμιστών. Κανένας όμως από τους 1.019 ελέγχους δεν βρήκε το παραμικρό «μεμπτό» στον Δήμο Κωνσταντινούπολης. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, όλος ο καθεστωτικός μηχανισμός των ισλαμιστών, κατά την προεκλογική περίοδο των εκλογών του 2024, εξαπέλυσε τόνους λάσπης κατά του δημάρχου Ε. Ιμάμογλου για (δήθεν) «σκάνδαλο χρηματισμού» πολιτών από τον Δήμο Κωνσταντινούπολης, ενώ το κρατικό Ραδιοτηλεοπτικό Δίκτυο TRT ανέφερε τον Δήμαρχο Κωνσταντινούπολης μόνο όταν μετέδιδε γι΄αυτόν αρνητικές «ειδήσεις».
Στις εκλογές του 2024, τον κρίσιμο ρόλο της Τζανάν Καφταντσίογλου ανέλαβε ο υπεύθυνος των Κεμαλικών (CHP) για την Κωνσταντινούπολη Ozgur Celik – άγνωστο εάν, μετά τα αποτελέσματα, θα «τιμωρηθεί» και αυτός με μερικά χρόνια φυλακή.
Με δεδομένη την εμπειρία του 2019 το «σύστημα» λειτούργησε εξαιρετικά, χαρίζοντας την τρίτη εκλογική νίκη στον Ε. Ιμάμογλου παρά την λυσσώδη προσπάθεια του Ερντογάν, ο οποίος από Πρόεδρος Δημοκρατίας και Πρόεδρος της Κυβέρνησης μετατράπηκε, σαν σύγχρονος Βέγγος, σε κομματάρχη και εργολαβικό υποστηρικτή του Μ. Κουρούμ, αντιπάλου του Ε. Ιμάμογλου στον Δήμο Κωνσταντινούπολης.
Το αποτέλεσμα (51,14% Ε. Ιμάμογλου, 39,59% Μ. Κουρούμ) έσπειρε μελαγχολία στο παλάτι, αφού ο σουλτάνος μόλις 7 μέρες πριν από τις εκλογές (24 Μαρτίου 2024) έλεγε σε προεκλογική συγκέντρωση στο αεροδρόμιο Ατατούρκ της Κωνσταντινούπολης -μεταξύ πολλών άλλων- και τα εξής: «… Με όλα αυτά τα ρεζιλίκια (σημ. συντ.: εννοεί του Ιμάμογλου), έχει βρωμίσει η πολιτική... Λέρωσαν την Κωνσταντινούπολη! Είναι καθήκον της συνείδησης μας να μην αφήσουμε την Κωνσταντινούπολη σε αυτούς!...».
Όταν τα έλεγε αυτά βέβαια, μάλλον θα σκεφτόταν το «καθήκον» που ανέλαβε απέναντι στους Καταριανούς και στους «ημέτερους» για το μεγάλο φαγοπότι από το νέο «Κανάλι Κωνσταντινούπολης», που δεν θέλει ούτε να ακούσει ο Εκρέμ Ιμάμογλου, γκρεμίζοντας ένα ακόμα όνειρο του Ερντογάν.
Στην Άγκυρα, ο Μανσούρ Γιαβάς ξεχωρίζει σαν την μύγα μες το γάλα από τους διεφθαρμένους πολιτικούς του ισλαμοφασιστικού καθεστώτος του Ερντογανιστάν. Ο Τούρκος πολιτικός έχει την σταθερή συνήθεια να μιλάει λίγο και να δουλεύει πολύ. Γεννημένος το 1955 στην Άγκυρα, μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο κακουχίες, όντας ένας άριστος μαθητής που έκανε ταυτόχρονα διάφορες δουλειές για να βοηθήσει την οικογένεια του. Αριστούχος της Νομικής Σχολής (1983) του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, όταν ολοκλήρωσε την στρατιωτική του θητεία, παρέμεινε στο στρατό μέχρι που έγινε στρατιωτικός εισαγγελέας. Αμέσως μετά, άρχισε να ασκεί δικηγορία αποκτώντας την φήμη του Ρομπέν των Δικαστηρίων γιατί υπερασπιζόταν και όσους δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν δικηγόρο - αρκεί να είχαν το δίκαιο με το μέρος τους. Ασχολήθηκε με την πολιτική από νωρίς, δίπλα στους Γκρίζους Λύκους (εθνικιστικό κόμμα MHP) και το 1999 εξελέγη δήμαρχος μιας περιφέρειας της Άγκυρας όπου υπηρέτησε μέχρι το 2013. Αποχώρησε από τους εθνικιστές το 2013. Τον επόμενο χρόνο εντάχθηκε στην τουρκική αντιπολίτευση (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα - CHP) και διεκδίκησε, χωρίς επιτυχία, τη δημαρχία της Άγκυρας. Το 2019 όμως, κέρδισε τη δημαρχία της τουρκικής πρωτεύουσας, με την υποστήριξη του συνόλου σχεδόν της αντιπολίτευσης και ποσοστό 50,93%. Το έργο που πρόσφερε μέχρι τώρα, η διαφάνεια (κατόπιν απόφασης του όλες οι συνεδριάσεις για την ανάθεση έργων του δήμου μεταδίδονται ζωντανά) και η εργατικότητα του (φτάνει στον δήμο από τις 7 το πρωί πριν απο τους περισσότερους εργαζόμενους και φεύγει από τους τελευταίους), εκτιμήθηκε από τους δημότες της τουρκικής πρωτεύουσας προσφέροντας του, στις δημοτικές εκλογές της 31/3/2024, ένα μεγάλο ποσοστό (60,41%) και μια τερατώδη διαφορά 29,73% από τον (δεύτερο) αντίπαλό του - εκλεκτό του Ερντογάν!
Σ υ μ π ε ρ ά σ μ α τ α: Το έτος 2002 ένα τεράστιο λαϊκό κύμα έπνιξε τους Κεμαλιστές και το Βαθύ Κράτος της Τουρκίας, που προσπάθησαν να εμποδίσουν με κάθε τρόπο στην άνοδο των ισλαμιστών στην εξουσία.
Δύο και πλέον δεκαετίες αργότερα, άρχισε να δημιουργείται ένα μεγάλο λαϊκό κύμα που απειλεί να πνίξει τους ισλαμιστές, τους γκρίζους λύκους και την μαφία που μοιράζονται την τουρκική εξουσία.
Υπάρχει εν τούτοις μια πολύ σημαντική διαφορά: Ο Ρ. Τ. Ερντογάν και οι συνέταιροι του στην εξουσία γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν παραδώσουν την εξουσία το πιθανότερο, αν όχι βέβαιο, είναι να αντιμετωπίσουν δικαστικές και άλλες διώξεις για διαφθορά, κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, βύθιση της «Γαλάζιας Πατρίδας», νεποτισμό και πολλά άλλα.
Για τον λόγο ακριβώς αυτόν ο Ερντογάν δεν πρόκειται να παραδώσει την εξουσία γιατί θα έχει την τύχη του Μεντερές, εκτός εάν η διάδοχη κατάσταση που είτε θα προετοιμάσει ο ίδιος, είτε όχι, θα εγγυηθεί πλήρως την ασυλία όλων των εγκλημάτων του καθεστώτος.
Η πρωτιά της αντιπολίτευσης σε ψήφους μετά από πολλές δεκαετίες, δείχνει ότι το λαϊκό τσουνάμι που έφερε στην εξουσία τους ισλαμιστές, θα μπορούσε κάλλιστα και να τους γκρεμίσει.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική όλων (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με εξαίρεση το φιλοκουρδικό πρώην HDP - νύν DEM) σε θέματα ελληνικού και κυπριακού ενδιαφέροντος παραμένει η ίδια και διαφέρει μόνο όσον αφορά τον τρόπο και τις πρακτικές που θα την κάνουν πιο πετυχημένη...
___________________________________________________
* Λεωνίδας Κουμάκης: Νομικός, Συγγραφέας, Αρθρογράφος-Αναλυτής, μέλος του International Hellenic Association.
Οι κάθε κατηγορίας «εκλογές» στην Τουρκία -δημοτικές, βουλευτικές, προεδρικές κ.α.- ελάχιστη σχέση έχουν με τις συνθήκες διεξαγωγής εκλογών σε ολόκληρη την Δύση. Από την εποχή ακόμα της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας (29 Οκτωβρίου 1923) όταν συνταγματικά επιτρεπόταν η λειτουργία ενός και μοναδικού κόμματος (του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, την σημερινή αντιπολίτευση των Κεμαλιστών), μέχρι και σήμερα - ένα αιώνα αργότερα, η κεντρική εξουσία είναι διαχρονικά συγκεντρωτική, αυταρχική και αδίστακτη.
Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν με τις διακηρύξεις αλλά και τις ενέργειες της δεκαετίας του 1990, από τον τότε δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενάντια στην διαφθορά και την ανελευθερία των διαδοχικών Κεμαλικών κυβερνήσεων, μετατράπηκε σταδιακά σε ένα μεγάλο λαϊκό τσουνάμι που έπνιξε κάθε αντίδραση του παραδοσιακού Κεμαλικού κατεστημένου και του Βαθέως Τουρκικού Κράτους.
Τα πύρινα λόγια του Ρ. Τ. Ερντογάν στην ιδρυτική συνέλευση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στο Bilkent Hotel and Conference Center, της Άγκυρας (14 Αυγούστου 2001) προκάλεσαν ρίγη ενθουσιασμού σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα: («...Η σημερινή μέρα θα περάσει στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας ως η μέρα που καταρρέει η ολιγαρχία του ηγέτη και που τη θέση της παίρνει η αντίληψη για ένα συλλογικό ορθολογισμό... Η σημερινή μέρα θα περάσει στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας ως η μέρα που δημιουργείται ένα εντελώς νέο μοντέλο πολιτικής οργάνωσης, ανοιχτό στον δημοκρατικό έλεγχο των ψηφοφόρων...»).
Όλα αυτά όμως, όπως αποδείχτηκε πολύ αργότερα, ήταν λόγια του αέρα αλλά για μια ολόκληρη δεκαετία, όλες ανεξαιρέτως οι εκλογικές αναμετρήσεις κατέληγαν σε πραγματικό θρίαμβο του ΑΚΡ και του Ρ. Τ. Ερντογάν, με ολοένα και μεγαλύτερη διαφορά ψήφων από τους Κεμαλιστές που ακολουθούσαν. Στο απόγειο ακριβώς αυτό της δόξας του, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Τουρκίας, ο Ερντογάν επέτρεψε, το έτος 2012, την λειτουργία του HDP, του φιλοκουρδικού Κόμματος των Λαών, σαν μια πολύ σημαντική ένδειξη εκδημοκρατισμού της Τουρκίας.
Το επόμενο όμως έτος 2013 σημαδεύτηκε από μια τεράστια λαϊκή αντίδραση, με νεκρούς και τραυματίες, για την κυβερνητική απόφαση μετατροπής του πάρκου Γκεζί της Κωνσταντινούπολης σε γιγαντιαίο εμπορικό κέντρο, σε συνδυασμό με τα μεγάλα σκάνδαλα διαπλοκής που αποκάλυψαν οι Γκιουλενιστές – ιδιαίτερα τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Ερντογάν με τον γιό του Μπιλάλ σχετικά με το ύψος μιας δωροδοκίας που απαιτούσε η «Φαμίλια Ερντογάν».
Η εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας οδήγησε τον Ρ. Τ. Ερντογάν στην εσπευσμένη απόφαση να κατέβει από το «τραίνο της Δημοκρατίας» και να επιβιβαστεί στο «τραίνο της απολυταρχίας». Άλλωστε, ο ίδιος είχε διακηρύξει με σαφήνεια την «φιλοσοφία» του σύμφωνα με την οποία «Η Δημοκρατία είναι το τραίνο που θα μας οδηγήσει στον στόχο μας. Μόλις πετύχουμε τον στόχο μας κατεβαίνουμε από το τραίνο».
Από το 2013 και μετά, όλες ανεξαιρέτως οι «εκλογές» που έγιναν στην Τουρκία (προεδρικές, βουλευτικές, δημοτικές, δημοψήφισμα 16/4/2017) ήταν ελεγχόμενες με νοθεία τόσο στην κάλπη, όσο και σε ολόκληρη την χώρα (αστυνομοκρατία, ασφυκτικός έλεγχος ΜΜΕ και τουρκικής δικαιοσύνης, απαγορεύσεις, στραγγαλισμός ελευθερίας έκφρασης, διώξεις αντιφρονούντων και ιδίως των Κούρδων του πρώην HDP - νύν DEM κ.ο.κ.ε.).
Το πρώτο ρήγμα στο ισλαμικό καθεστώς σημειώθηκε στις 31 Μαρτίου 2019 στην Κωνσταντινούπολη. Ο υποψήφιος δήμαρχος Εκρέμ Ιμάμογλου ανέθεσε στο στέλεχος των Κεμαλικών Τζανάν Καφταντσίογλου την οργάνωση ενός συστήματος ελέγχου των αποτελεσμάτων της κάλπης, με την προσωπική παρουσία αντιπροσώπων σε κάθε μία εκλογική κάλπη ξεχωριστά. Το σύστημα λειτούργησε αποτρεπτικά, με αποτέλεσμα τον αποσυντονισμό του καθεστώτος και την απότομη διακοπή καταμέτρησης των ψήφων λόγω… διακοπής ρεύματος!
Ο (αντίπαλος του Ιμάμογλου και δεξί χέρι του Ερντογάν) Μπιναλί Γιλντιρίμ ανακοίνωσε εσπευσμένα την «νίκη» του, αλλά όταν επανήλθε το ρεύμα και ολοκληρώθηκε η καταμέτρηση των ψήφων, νικητής αναδείχθηκε ο Εκρέμ Ιμάμογλου με διαφορά μόλις 13.729 ψήφων. Στις 6 Μαΐου 2019, το (διορισμένο από τον Ερντογάν) Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK) κήρυξε άκυρες τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, όπως απαιτούσε ο Ρ.Τ. Ερντογάν. Οι επαναληπτικές εκλογές έγιναν τέλη Ιουνίου 2019 χωρίς διακοπές ρεύματος και ο Εκρέμ Ιμάμογλου επικράτησε στις 28 από τις 39 γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, με συνολική διαφορά ψήφων που ξεπέρασε τις 700.000 ψήφους.
Η Τζανάν Καφταντσίογλου που θεωρείται «ο αρχιτέκτονας» των δύο διαδοχικών νικών του Εκρέμ Ιμάμογλου, μόλις λίγους μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 2019) «τιμωρήθηκε» από το καθεστώς με διώξεις και καταδίκη (πρώτος βαθμός) σε κάθειρξη 10 ετών με τις κατηγορίες της «τρομοκρατικής προπαγάνδας» και της «προσβολής του αρχηγού του κράτους» για αναρτήσεις που είχε κάνει στο Twitter μεταξύ των ετών 2012 και 2017 (Πάρκο Γκεζί και δήθεν απόπειρα πραξικοπήματος το 2016). Το 2022 η ποινή της μειώθηκε σε φυλάκιση 4 ετών και 11 μηνών ενώ λίγο πριν από τις πρόσφατες εκλογές, σύρθηκε και πάλι σε ανάκριση για ανύπαρκτο «σκάνδαλο χρηματισμού» στον Δήμο Κωνσταντινούπολης, προφανώς για να αποτραπεί η ανάμειξη της στις δημοτικές εκλογές του 2024.
Ο Εκρέμ Ιμάμογλου μεταξύ 2019 και 2024 δέχτηκε από την κεντρική κρατική διοίκηση 1.019 ελέγχους κάθε κατηγορίας, έναντι μόλις 147 ελέγχων (κυρίως ρουτίνας) που έγιναν στον αμέσως προηγούμενο δήμαρχο των ισλαμιστών. Κανένας όμως από τους 1.019 ελέγχους δεν βρήκε το παραμικρό «μεμπτό» στον Δήμο Κωνσταντινούπολης. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, όλος ο καθεστωτικός μηχανισμός των ισλαμιστών, κατά την προεκλογική περίοδο των εκλογών του 2024, εξαπέλυσε τόνους λάσπης κατά του δημάρχου Ε. Ιμάμογλου για (δήθεν) «σκάνδαλο χρηματισμού» πολιτών από τον Δήμο Κωνσταντινούπολης, ενώ το κρατικό Ραδιοτηλεοπτικό Δίκτυο TRT ανέφερε τον Δήμαρχο Κωνσταντινούπολης μόνο όταν μετέδιδε γι΄αυτόν αρνητικές «ειδήσεις».
Στις εκλογές του 2024, τον κρίσιμο ρόλο της Τζανάν Καφταντσίογλου ανέλαβε ο υπεύθυνος των Κεμαλικών (CHP) για την Κωνσταντινούπολη Ozgur Celik – άγνωστο εάν, μετά τα αποτελέσματα, θα «τιμωρηθεί» και αυτός με μερικά χρόνια φυλακή.
Με δεδομένη την εμπειρία του 2019 το «σύστημα» λειτούργησε εξαιρετικά, χαρίζοντας την τρίτη εκλογική νίκη στον Ε. Ιμάμογλου παρά την λυσσώδη προσπάθεια του Ερντογάν, ο οποίος από Πρόεδρος Δημοκρατίας και Πρόεδρος της Κυβέρνησης μετατράπηκε, σαν σύγχρονος Βέγγος, σε κομματάρχη και εργολαβικό υποστηρικτή του Μ. Κουρούμ, αντιπάλου του Ε. Ιμάμογλου στον Δήμο Κωνσταντινούπολης.
Το αποτέλεσμα (51,14% Ε. Ιμάμογλου, 39,59% Μ. Κουρούμ) έσπειρε μελαγχολία στο παλάτι, αφού ο σουλτάνος μόλις 7 μέρες πριν από τις εκλογές (24 Μαρτίου 2024) έλεγε σε προεκλογική συγκέντρωση στο αεροδρόμιο Ατατούρκ της Κωνσταντινούπολης -μεταξύ πολλών άλλων- και τα εξής: «… Με όλα αυτά τα ρεζιλίκια (σημ. συντ.: εννοεί του Ιμάμογλου), έχει βρωμίσει η πολιτική... Λέρωσαν την Κωνσταντινούπολη! Είναι καθήκον της συνείδησης μας να μην αφήσουμε την Κωνσταντινούπολη σε αυτούς!...».
Όταν τα έλεγε αυτά βέβαια, μάλλον θα σκεφτόταν το «καθήκον» που ανέλαβε απέναντι στους Καταριανούς και στους «ημέτερους» για το μεγάλο φαγοπότι από το νέο «Κανάλι Κωνσταντινούπολης», που δεν θέλει ούτε να ακούσει ο Εκρέμ Ιμάμογλου, γκρεμίζοντας ένα ακόμα όνειρο του Ερντογάν.
Στην Άγκυρα, ο Μανσούρ Γιαβάς ξεχωρίζει σαν την μύγα μες το γάλα από τους διεφθαρμένους πολιτικούς του ισλαμοφασιστικού καθεστώτος του Ερντογανιστάν. Ο Τούρκος πολιτικός έχει την σταθερή συνήθεια να μιλάει λίγο και να δουλεύει πολύ. Γεννημένος το 1955 στην Άγκυρα, μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο κακουχίες, όντας ένας άριστος μαθητής που έκανε ταυτόχρονα διάφορες δουλειές για να βοηθήσει την οικογένεια του. Αριστούχος της Νομικής Σχολής (1983) του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, όταν ολοκλήρωσε την στρατιωτική του θητεία, παρέμεινε στο στρατό μέχρι που έγινε στρατιωτικός εισαγγελέας. Αμέσως μετά, άρχισε να ασκεί δικηγορία αποκτώντας την φήμη του Ρομπέν των Δικαστηρίων γιατί υπερασπιζόταν και όσους δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν δικηγόρο - αρκεί να είχαν το δίκαιο με το μέρος τους. Ασχολήθηκε με την πολιτική από νωρίς, δίπλα στους Γκρίζους Λύκους (εθνικιστικό κόμμα MHP) και το 1999 εξελέγη δήμαρχος μιας περιφέρειας της Άγκυρας όπου υπηρέτησε μέχρι το 2013. Αποχώρησε από τους εθνικιστές το 2013. Τον επόμενο χρόνο εντάχθηκε στην τουρκική αντιπολίτευση (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα - CHP) και διεκδίκησε, χωρίς επιτυχία, τη δημαρχία της Άγκυρας. Το 2019 όμως, κέρδισε τη δημαρχία της τουρκικής πρωτεύουσας, με την υποστήριξη του συνόλου σχεδόν της αντιπολίτευσης και ποσοστό 50,93%. Το έργο που πρόσφερε μέχρι τώρα, η διαφάνεια (κατόπιν απόφασης του όλες οι συνεδριάσεις για την ανάθεση έργων του δήμου μεταδίδονται ζωντανά) και η εργατικότητα του (φτάνει στον δήμο από τις 7 το πρωί πριν απο τους περισσότερους εργαζόμενους και φεύγει από τους τελευταίους), εκτιμήθηκε από τους δημότες της τουρκικής πρωτεύουσας προσφέροντας του, στις δημοτικές εκλογές της 31/3/2024, ένα μεγάλο ποσοστό (60,41%) και μια τερατώδη διαφορά 29,73% από τον (δεύτερο) αντίπαλό του - εκλεκτό του Ερντογάν!
Σ υ μ π ε ρ ά σ μ α τ α: Το έτος 2002 ένα τεράστιο λαϊκό κύμα έπνιξε τους Κεμαλιστές και το Βαθύ Κράτος της Τουρκίας, που προσπάθησαν να εμποδίσουν με κάθε τρόπο στην άνοδο των ισλαμιστών στην εξουσία.
Δύο και πλέον δεκαετίες αργότερα, άρχισε να δημιουργείται ένα μεγάλο λαϊκό κύμα που απειλεί να πνίξει τους ισλαμιστές, τους γκρίζους λύκους και την μαφία που μοιράζονται την τουρκική εξουσία.
Υπάρχει εν τούτοις μια πολύ σημαντική διαφορά: Ο Ρ. Τ. Ερντογάν και οι συνέταιροι του στην εξουσία γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν παραδώσουν την εξουσία το πιθανότερο, αν όχι βέβαιο, είναι να αντιμετωπίσουν δικαστικές και άλλες διώξεις για διαφθορά, κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, βύθιση της «Γαλάζιας Πατρίδας», νεποτισμό και πολλά άλλα.
Για τον λόγο ακριβώς αυτόν ο Ερντογάν δεν πρόκειται να παραδώσει την εξουσία γιατί θα έχει την τύχη του Μεντερές, εκτός εάν η διάδοχη κατάσταση που είτε θα προετοιμάσει ο ίδιος, είτε όχι, θα εγγυηθεί πλήρως την ασυλία όλων των εγκλημάτων του καθεστώτος.
Η πρωτιά της αντιπολίτευσης σε ψήφους μετά από πολλές δεκαετίες, δείχνει ότι το λαϊκό τσουνάμι που έφερε στην εξουσία τους ισλαμιστές, θα μπορούσε κάλλιστα και να τους γκρεμίσει.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική όλων (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με εξαίρεση το φιλοκουρδικό πρώην HDP - νύν DEM) σε θέματα ελληνικού και κυπριακού ενδιαφέροντος παραμένει η ίδια και διαφέρει μόνο όσον αφορά τον τρόπο και τις πρακτικές που θα την κάνουν πιο πετυχημένη...
___________________________________________________
* Λεωνίδας Κουμάκης: Νομικός, Συγγραφέας, Αρθρογράφος-Αναλυτής, μέλος του International Hellenic Association.