Το δικαστήριο δεν έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη νέας διάταξης, να αλλοιώσει την ουσία της απόφασης και την έννοια αυτής ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους
Οι ασάφειες στο πλαίσιο μιας δικαστικής απόφασης εντοπίζονται εξαιρετικά συχνά στην πράξη και το μόνο σίγουρο είναι ότι γεννούν ανασφάλεια δικαίου ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι διάδικοι καλούνται να δράσουν στο μέλλον.
Με ποιον τρόπο, ωστόσο, μπορούμε να υπερβούμε μια τέτοια σημαντική δυσκολία ώστε τα ερμηνευτικώς νεφελώδη ζητήματα να υποχωρήσουν;
Αρχικά, πρέπει να τονίσουμε ότι, ο ΚΠολΔ στις διατάξεις των άρθρων 315 έως 320, ρυθμίζει τη διαδικασία της διόρθωσης και ερμηνείας των δικαστικών αποφάσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 316 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «Αν απόφαση είναι διατυπωμένη με τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερμηνεύσει με νέα του απόφαση, έτσι που η έννοια της να γίνει αναμφίβολη, η ερμηνεία όμως δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει το διατακτικό της απόφασης που ερμηνεύεται».
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία της απόφασής του, περιορίζεται στην επεξήγηση της αληθούς έννοιας, δηλαδή, στον καθορισμό των αόριστων και στην αποσαφήνιση των ασαφών σημείων του διατακτικού της ή και των αιτιολογιών της, όταν οι τελευταίες επέχουν θέση διατακτικού, χωρίς όμως να αλλάξει το διατακτικό της απόφασης του. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι η απόφαση, της οποίας ζητείται η ερμηνεία, είναι σαφής, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου το Δικαστήριο θα χωρήσει στην ερμηνεία «κατά τους κοινούς κανόνες» και «με βάση το σύνολο της απόφασης και των στοιχείων εν γένει της δίκης», θα λάβει δηλαδή υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ερμηνευόμενη απόφαση, όπως αγωγή, προτάσεις, προδικαστικές αποφάσεις και λοιπά δικόγραφα της συγκεκριμένης δίκης.
Σημειώνεται εξάλλου ότι σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση της αληθούς βούλησης των δικασάντων, με βάση την ατελή ή ασαφή διατύπωση της στην απόφαση. Δεν ερευνάται δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το Δικαστήριο, κατά τη δίκη εκείνη, αλλά πώς πράγματι απεφάνθη. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν με τη μέθοδο της ερμηνείας. Απαγορεύεται συνεπώς κατά την ερμηνεία η επανεκτίμηση των αποδείξεων, που είχαν διεξαχθεί τότε.
Κατ’ επέκταση, λοιπόν, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται επομένως, ότι διόρθωση και ερμηνεία χωρεί μόνον, όταν προφανώς συνάγεται, ότι το Δικαστήριο, άλλο θέλησε να εκφράσει στην απόφαση του και άλλο εξέφρασε, με την αποδοχή δε της αίτησης διόρθωσης και ερμηνείας αποκαθίσταται η διάσταση, ώστε να αποδοθεί στο κείμενο της αποφάσεως το ηθελημένο περιεχόμενο της. Αμφίβολο, καταρχήν, θεωρείται το νόημα της απόφασης, όταν η λεκτική διατύπωση και οι όροι που χρησιμοποιούνται παρέχουν λαβή σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές. Η ασάφεια, εξ άλλου, της απόφασης πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση της απόφασης ή η εκτέλεση αυτής και ο καθορισμός της έκτασης του δεδικασμένου.
Τέλος, πρέπει να συγκρατήσουμε ότι, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη νέας διάταξης, να αλλοιώσει την ουσία της απόφασης και την έννοια αυτής ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, διότι αυτό αντίκειται στους κανόνες δεδικασμένου.
Σουζάνα Κλημεντίδη
ΠΗΓΗ https://www.ot.gr/