Το 2023 είναι έτος εκλογών, καθώς λήγει η τετραετής θητεία της παρούσας κυβέρνησης γεγονός που συνεπάγεται ότι οι πολίτες θα προσέλθουν σύντομα στις κάλπες προκειμένου να εκλέξουν την επόμενη κυβέρνηση της χώρας. Πόσο καλά, ωστόσο, γνωρίζουμε τη διαδικασία των εκλογών και τι ακριβώς προβλέπουν οι νόμοι και το Σύνταγμα του ελληνικού κράτους;
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σπύρος Βλαχόπουλος μιλά στο Liberal.gr και τον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο για όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε σχετικά με την εκλογική διαδικασία, το εκλογικό σύστημα αλλά και το τι θα συμβεί σε περίπτωση που χρειαστεί να πάμε σε δεύτερες ή – κατά το χείριστο σενάριο – σε τρίτες εκλογές.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Σπ. Βλαχόπουλου στο Liberal.gr και τον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
- Κύριε Βλαχόπουλε, πώς θα οδηγηθούμε στις επόμενες εκλογές και ποια η διαδικασία που προβλέπεται από το Σύνταγμα;
Κατ΄αρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι κάθε βουλευτική περίοδος διαρκεί τέσσερα χρόνια. Υπάρχει η δυνατότητα της προκήρυξης πρόωρων εκλογών, όταν ο πρωθυπουργός προτείνει στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας την πρόωρη διάλυση της Βουλής για εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας, όπως συνήθως συμβαίνει στη χώρα μας. Αυτό είναι και το πιο πιθανό, εάν οι εκλογές δεν γίνουν τον Ιούλιο του 2023, θα προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές – έστω και κατά μερικούς μήνες – με τον πρωθυπουργό να επικαλείται ενώπιο της Προέδρου της Δημοκρατίας εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.
Στη συνέχεια, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα διαλύσει πρόωρα τη Βουλή, προβλέποντας ταυτόχρονα στο σχετικό Προεδρικό Διάταγμα τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών εντός 30 ημερών.
- Με ποιο εκλογικό σύστημα θα στηθούν οι επόμενες κάλπες, κύριε καθηγητά, και τι ισχύει με αυτό;
Στις επόμενες εκλογές θα εφαρμοστεί το σύστημα της απλής αναλογικής. Αυτό σημαίνει ότι τα κόμματα θα καταλάβουν έδρες ανάλογα με το εκλογικό τους ποσοστό. Το σύστημα έχει κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις.
Ταυτόχρονα, προβλέπεται και το πλαφόν του 3%. Δηλαδή, και με το σύστημα της απλής αναλογικής προκειμένου ένα κόμμα να εισέλθει στη Βουλή θα πρέπει πανελλαδικά να έχει συγκεντρώσει ποσοστό 3% επί των ψήφων. Κατά τα λοιπά, όμως, οι έδρες που καταλαμβάνει ένα κόμμα είναι αντίστοιχες του εκλογικού τους ποσοστού.
- Τι γίνεται σε περίπτωση που ένα κόμμα καταλαμβάνει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και τι προβλέπεται σύμφωνα με το Σύνταγμα σε αντίθετη περίπτωση;
Το Σύνταγμά μας, με το άρθρο 37 προβλέπει ότι όταν ένα κόμμα έχει συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή (151 έδρες), τότε ο αρχηγός του κόμματος αυτού διορίζεται και πρωθυπουργός. Αυτό, στο πλαίσιο των εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί.
Αν δεν υπάρχει κάποιο κόμμα που να έχει συγκεντρώσει 151 έδρες, τότε ξεκινά η διαδικασία των διερευνητικών εντολών.
Τι σημαίνει διερευνητική εντολή; Σημαίνει ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα καλέσει τον αρχηγό του πρώτου κόμματος, αρχικά, για να έρθει σε συζητήσεις με έτερο κόμμα και να δει εάν και κατά πόσον μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Αν δεν τελεσφορήσει, τότε με τον αρχηγό του δεύτερου κόμματος και εν συνεχεία με τον επικεφαλής του τρίτου κόμματος, προκειμένου να διακριβώσει εάν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, με τη συναίνεση της Βουλής.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η κάθε διερευνητική εντολή, κατ’ ανώτατο χρονικό όριο διαρκεί τρεις ημέρες. Ωστόσο, μπορεί ο αρχηγός του πρώτου, του δεύτερου ή του τρίτου κόμματος να πει αμέσως ότι «εγώ δεν βλέπω ότι υπάρχει η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής» κι άρα καταθέτει τη διερευνητική εντολή.
Άρα, λοιπόν, το Σύνταγμα προβλέπει τρεις διερευνητικές εντολές στους αρχηγούς των τριών πρώτων κομμάτων σε ψήφους. Εάν αποτύχουν αυτές οι διερευνητικές εντολές, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα καλέσει τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων προκειμένου να συσκεφθούν, μήπως υπάρξει δυνατότητα να σχηματίσουν κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
- Τι θα συμβεί, ωστόσο, αν στη δεδομένη χρονική στιγμή αποτύχουν οι συνεννοήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών;
Εάν αποτύχει κι αυτό το τέταρτο στάδιο, τότε πάμε αναγκαστικά σε δεύτερες, νέες εκλογές. Σε αυτό το πέμπτο στάδιο, οι νέες αυτές εκλογές, θα γίνουν από πολιτική κυβέρνηση με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων. Αν τα τελευταία δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία, τότε πάμε σε αυτές τις δεύτερες εκλογές υπό υπηρεσιακή εκλογική κυβέρνηση, υπό την προεδρία ενός εκ των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο).
- Σε αυτή την περίπτωση, είναι δεσμευτικό ότι πρόεδρος της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης αναλαμβάνει ο αρχαιότερος τη τάξει πρόεδρος ανωτάτου δικαστηρίου, εν προκειμένω ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου;
Πράγματι, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ο αρχαιότερος τη τάξει. Ωστόσο, το Σύνταγμα δεν προβλέπει ότι η προεδρία της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης πηγαίνει υποχρεωτικά στον αρχαιότερο. Άρα, υπάρχει περίπτωση να μη γίνει κάτι τέτοιο. Θα έλεγα, όμως, κατά την ταπεινή μου άποψη ότι η αρχαιότητα στις περιπτώσεις αυτές είναι ένα εύλογο κριτήριο, για να ανατεθεί η πρωθυπουργία σε ό,τι αφορά τη διενέργεια των εκλογών στον αρχαιότερο. Σε κάθε περίπτωση, τον πρώτο και αποκλειστικό λόγο σε αυτά τα θέματα κατέχει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Θα πρέπει, άλλωστε, να θυμόμαστε ότι, το πώς θα χειριστεί τις διερευνητικές εντολές, τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τα πολιτικά κόμματα, όταν έχουν την εμπιστοσύνη της Βουλής και η ανάθεση της πρωθυπουργίας είναι μερικές από τις λίγες ουσιαστικές αρμοδιότητες, οι οποίες έχουν παραμείνει μέχρι και σήμερα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
- Μπορεί ο πρόεδρος ενός ανωτάτου δικαστηρίου να αρνηθεί την υπηρεσιακή πρωθυπουργία;
Εκείνο που θα πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι δεν μπορεί ο πρόεδρος ενός ανωτάτου δικαστηρίου να αρνηθεί την πρωθυπουργία κι αυτό γιατί όταν κάποιος γίνεται δικαστικός λειτουργός, πολλώ δε μάλλον όταν γίνεται πρόεδρος ανωτάτου δικαστηρίου, γνωρίζει πολύ καλά τη διάταξη του άρθρου 37 του Συντάγματος. Βάσει αυτής προβλέπεται ότι κάποια στιγμή είναι πιθανό να του ανατεθεί η πρωθυπουργία. Άρα, λοιπόν, συμπεριλαμβάνεται η πιθανότητα αυτή στα εκ του Συντάγματος ανατιθέμενα καθήκοντά του.
- Μετά και τη διαδικασία που μας περιγράψατε, η χώρα είναι έτοιμη να πάει σε νέες, δεύτερες εκλογές. Με ποιο εκλογικό σύστημα θα οδηγηθούμε σε αυτές και πόσος χρόνος μεσολαβεί ανάμεσα στις πρώτες και τις δεύτερες κάλπες;
Το Διάταγμα διάλυσης της Βουλής προβλέπει τη διεξαγωγή εκλογών μέσα σε χρονικό διάστημα 30 ημερών κατ’ ανώτατο χρονικό όριο. Δεν μπορούν, όπως γίνεται αντιληπτό, να διεξαχθούν εκλογές μέσα σε τρεις ημέρες, γιατί υπάρχει μια διαδικασία στην εκλογική νομοθεσία περί ανακήρυξης των υποψηφίων και προετοιμασίας των επόμενων εκλογών σε επίπεδο διαδικασίας. Άρα, πριν από τις 23-25 ημέρες από τη διάλυση της Βουλής δεν μπορούν να γίνουν εκλογές.
Οι δεύτερες εκλογές θα γίνουν με το νέο, ισχύοντα εκλογικό νόμο που αφορά στην εφαρμογή του συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής.
Ενισχυμένη αναλογική, με απλά λόγια, σημαίνει ότι πριμοδοτείται από τον εκλογικό νόμο το πρώτο κόμμα. Είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα, με εκλογικά μέτρα, πρώτες και δεύτερες κατανομές, με μονοεδρικές και πολυεδρικές περιφέρειες. Το βασικό του χαρακτηριστικό, βεβαίως, είναι ότι παραμένει το πλαφόν του 3% για την είσοδο του εκάστοτε κόμματος στη Βουλή.
Το κρίσιμο ζήτημα, που αφορά στην αυτοδυναμία, αφορά στο εάν το πρώτο κόμμα θα έχει αυτοδυναμία, δεν είναι συνάρτηση τόσο πολύ της διαφοράς από το δεύτερο κόμμα, όσο του ποσοστού που θα συγκεντρώσει το πρώτο κόμμα σε συνδυασμό με το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα το πρώτο κόμμα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι τόσο περισσότερο κατεβαίνει ο πήχης για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Αντίστροφα, όσο περισσότερα κόμματα μπουν στη Βουλή, τόσο περισσότερο ανεβαίνει ο πήχης προκειμένου το πρώτο κόμμα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, δηλαδή να λάβει 151 έδρες στη Βουλή. Αυτή τη στιγμή, απ’ ό,τι φαίνεται, με τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, το πρώτο κόμμα μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση εφόσον συγκεντρώσει ποσοστό ψήφων από 37%-39% περίπου.
- Ας πάμε, τώρα, σε ένα πολύ ακραίο σενάριο, οπότε δεν τελεσφορούν ούτε οι δεύτερες εκλογές. Τι θα συμβεί πλέον; Πάμε σε τρίτες εκλογές με τον ίδιο εκλογικό νόμο;
Ναι, δεν αλλάζει ο εκλογικός νόμος, γιατί για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να λειτουργήσει η Βουλή και αυτή με τη σειρά της να ψηφίσει νέο εκλογικό νόμο, κάτι που εν προκειμένω δεν μπορεί να συμβεί. Συνεπώς, πάμε διαρκώς σε νέες εκλογές μέχρις ότου να σχηματιστεί κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
- Υπάρχει λύση, βάσει Συντάγματος, προκειμένου να αποφύγουμε έναν ατέρμονο κύκλο εκλογικών διαδικασιών;
Υπάρχει, αν και δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ μέχρι τώρα. Το Σύνταγμά μας προβλέπει και τη λεγόμενη «κυβέρνηση ανοχής». Είναι η κυβέρνηση εκείνη, η οποία δεν διαθέτει τις 151 έδρες στη Βουλή, έχει λιγότερες έδρες και στηρίζεται στην ανοχή, ήτοι στην απουσία κάποιων βουλευτών.
Δηλαδή, προβλέπει το Σύνταγμά μας ότι η ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση παρέχεται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, που δεν μπορούν, όμως, να είναι λιγότεροι από 120. Αν πιάσουμε το τρίτο κόμμα να λέει ότι «εγώ θα απέχω από τη Βουλή, όταν γίνει η ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση» και ψηφίσουν υπέρ της κυβέρνησης 121 βουλευτές υπέρ και την καταψηφίσουν 119, τότε έχουμε κυβέρνηση κατά το Σύνταγμα. Αυτή η κυβέρνηση ανοχής δεν έχει τους 151 βουλευτές, αλλά λιγότερους και στηρίζεται στο γεγονός ότι κάποιο από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν την υπερψηφίζουν αλλά ούτε και την καταψηφίζουν, απλώς απέχουν από την ψηφοφορία.
Προβλέπεται θεωρητικώς, αλλά στην πράξη είναι πολύ δύσκολο να λειτουργήσει, γιατί όταν δεν έχει 151 βουλευτές, δεν μπορεί να περάσει τα νομοσχέδιά της και είναι σε πολιτικά δύσκολη θέση.
ΣΠ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ https://www.liberal.gr/