11 Αυγούστου 2021

Κλωτσομπουνίδι ανελέητο

 


του Χρήστου Χωμενίδη

Η πραγματικότητα μάς έχει πλακώσει στο ξύλο. Μιλάμε για κλωτσομπουνίδι ανελέητο.

Αθροίστε τι μάς έχει βρει τα τελευταία χρόνια. Χρεοκοπία του κράτους, μνημόνια, τρόικες, εθνικός διχασμός -έστω και αναίμακτος-, κίνδυνος ρήξης και αποκοπής από την Ευρώπη. Capital control, δέσμευση καταθέσεων, στα εξήντα ευρώ το όριο ανάληψης από τις τράπεζες… "Kolotoumba” στο παραένα και τα κεφάλια μέσα μπας και ρεφάρουμε.

Κι έπειτα, με το που είχαμε πιστέψει πως θα βλέπαμε άσπρη μέρα, να σου ο κορονοϊός και οι καραντίνες και το ημερήσιο δελτίο διασωληνώσεων και θανάτων. Και οι λοιμοξιολόγοι να μάς κουνάνε το δάκτυλο και η αγορά να’ναι κλειστή και οι δρόμοι έρημοι και να σε παίρνει ο φίλος σου –"διαγνώστηκα θετικός…" να σού λέει "πρέπει να μπεις κι εσύ σε καραντίνα…".

Ήρθε μετά το εμβόλιο, "βγαίνουμε επιτέλους σε ξέφωτο!" αναθαρρήσαμε. Αμ δε! Ενέσκηψε η μετάλλαξη Δέλτα και ξαναπήραν τον ανήφορο τα κρούσματα. Ψύχραιμα σχετικά αντιδράσαμε. "Θα ξαναεμβολιαστούμε και θα ξαναεμβολιαστούμε όσες φορές χρειαστεί" αποφασίσαμε. "Θα την περάσουμε -στη χειρότερη- σχετικά ελαφρά." Και λαμπαδιάζει αίφνης ο μισός πλανήτης. Φωτιές να κατακαίουν τη Μεσόγειο και την Καλιφόρνια και την Αφρική. Στάχτη και μπούρμπερη ολούθε. "Είναι η κλιματική αλλαγή…" αποφαίνονται οι ειδικοί. "Λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί στην ημερήσια εφεξής διάταξη."

Πόσα να αντέξει ο άνθρωπος; Πώς να μείνει νηφάλιος όταν βάλλεται από παντού; Όταν θεριεύει μέσα του το αίσθημα της ανασφάλειας;

Στίβεις την πέτρα σήμερα, δεν πίνεις δεν καπνίζεις, αθλείσαι, νοιώθεις στα σαράντα σου θηρίο ανήμερο. Σε μια βδομάδα είσαι τέζα στο νοσοκομείο, αποκομμένος από τους δικούς σου, ανάμεσα σε ετοιμοθάνατους…

Έχουν ξεκινήσει μόλις οι διακοπές σου. Συν γυναιξί και τέκνοις έχεις μεταβεί σε πανέμορφο θέρετρο μέσα στα πεύκα, το κύμα πέντε βήματα απ’ την πόρτα σου. Κι ενώ παίρνεις τις πρώτες σου βαθιές ανάσες και ετοιμάζεσαι να βουτήξεις, χτυπάει εκκωφαντικά το κινητό, 112, "εκκενώστε!" σε διατάζουν. Ακαριαία πάει ο νους σου στο Μάτι του 2018.

Με την ψυχή στο στόμα ξαναφορτώνεις το αμάξι κι αρχίζεις να περιπλανάσαι στα κουτουρού. Η Εθνική Οδός προς την Αθήνα έχει κλείσει, οι αναθυμιάσεις και τα αποκαϊδια σε μπουκώνουν, απ’ το ραδιόφωνο πληροφορείσαι βιβλικές καταστροφές εν εξελίξει. "Σταμάτα επιτέλους να γαμωσταυρίζεις!" σε επιπλήττει η κυρία σου. "Άλλοι καίγονται, άλλοι μένουν άστεγοι! Εμείς απλώς θα χάσουμε την προκαταβολή του ξενοδοχείου…". Θα πρέπει δηλαδή να αισθάνεσαι και τυχερός.

Παρατηρώ γύρω μου κόσμο, ο οποίος -κατά τη γνώμη μου- τρελλαίνεται. Ή ίσως απελευθερώνει υποφώσκουσα παράνοια ετών. Η μία θρηνεί γοερά όχι μονάχα για τα ζώα αλλά και για τα έντομα που θα καούν. "Τα έντομα δεν έχουν ψυχούλα;" ολοφύρεται και σού επιτίθεται ως μαινάδα αφού είσαι άνθρωπος άρα εκ προοιμίου ένοχος – η ίδια προφανώς ταυτίζεται με τους μπάμπουρες. Ο άλλος ανακαλύπτει παντού συνομωσίες.

"Διεθνή κονσόρτσιουμ θα σηκώσουν στη μαύρη γη πεντάστερα ξενοδοχεία!" σού ανακοινώνει με στόμφο. "Ανεμογεννήτριες σαν γιγάντιοι σταυροί νεκροταφείου θα καταστρέψουν το τοπίο!" Να τού εξηγήσεις πως ό,τι καίγεται υποχρεωτικά, εκ του Συντάγματος, αυτομάτως αναδασώνεται; Να τού επισημάνεις πως η αιολική ενέργεια σώζει το περιβάλλον από τον λιγνίτη; Τζάμπα τα λόγια σου.

Ανεπιθύμητο ό,τι τυχόν μπορεί να λειτουργήσει εν μέρει ως βάλσαμο. Ακόμα και η διαπίστωση πως τουλάχιστον δεν θρηνήσαμε, προς το παρόν, νεκρούς. Το επισημαίνεις και ουκ ολίγοι σε βρίζουν. Γιατί; Διότι το πένθος τους προϋπάρχει, είναι εσωτερικό, φωλιάζει στην ψυχή τους. Και αν η πραγματικότητα τολμήσει να το μετριάσει, ας πάει στον διάολο η πραγματικότητα!

Να μη μιλήσουμε για τα τρολ των κομμάτων που, εν μέσω λαίλαπας, σκυλοτρώγονται. Το μόνο που τούς νοιάζει -ένθεν κακείθεν- είναι η κεφαλαιοποίηση, σε ψηφαλάκια, τής συμφοράς. Ή της σωτηρίας. "Εσείς τα κάνατε τρισχειρότερα!" ισχυρίζονται οι μεν. "Εσείς όμως παραπλανήσατε τον λαό – υποσχεθήκατε ότι όλα στα χέρια σας θα πήγαιναν μέλι γάλα!" απαντούν οι δε.

Να μη μιλήσουμε για το βαθύ μαύρο της κοινωνίας, την αλητεία που προπηλάκισε δημοσιογράφους και πυροσβέστες, τους ειδεχθείς εγκληματίες που πιάστηκαν με σύνεργα εμπρησμού...

Η ουσία είναι ότι επί μία και πλέον δεκαετία μάς βαράνε από παντού. Σαν εκείνους τούς φουκαράδες έχουμε καταντήσει στις γκανγκστερικές ταινίες, που τους περικυκλώνουν δυό-τρεις μπράβοι και τους κάνουν μπλε μαρέν, ασήκωτους, να φτύνουν το γάλα που βύζαξαν.

"Και ποιος σού είπε" θα γελάσετε ίσως πικρά "πως η ζωή είναι στρωμένη με ροδοπέταλα; Για μια διαρκή ταλαιπωρία πρόκειται. Ώσπου να ψιθυρίσεις "δόξα τω Θεώ”, "βοήθεια” ικετεύεις "Παναγία μου!”… Θα μάθουμε να προσαρμοζόμαστε σε ό,τι κάθε στιγμή προκύπτει. Να μη θεωρούμε τίποτα -ούτε το ελάχιστο - ως δεδομένο. Ως προνόμιο αναφαίρετο. Οι πιο ξεροκέφαλοι θα βράσουν απλώς και θα πνιγούν στο ζουμί τους. Σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι!"

Παρηγορητικό ίσως να θυμόμαστε τα βάσανα των προηγούμενων γενεών, όλων όσων ξεριζώθηκαν και θυσιάστηκαν, εκόντες άκοντες. Που κρύφτηκαν μέσα στους τάφους στη Σμύρνη το 1922, μπας και γλυτώσουν απ τους Τσέτες. Που λιμοκτόνησαν στο πολιορκημένο Μεσολλόγι προτού επιχειρήσουν έξοδο απελπισίας. Δεν ήταν παιδιά εκείνοι ενός κατώτερου Θεού. Ούτε κανείς έχει προπονηθεί στη συμφορά.

Τη μεγαλύτερη ωστόσο παρηγοριά τη δίνει η υψηλή τέχνη. Όποτε φτάνω στο αμήν, θυμάμαι, ανατρέχω στον αριστουργηματικό μονόλογο του Άντον Τσέχοφ.

"Τι να κάνουμε; Πρέπει να ζήσουμε! Θα ζήσουμε, θείε Βάνια! Θα ζήσουμε πολλές-πολλές μέρες κι ατέλειωτα βράδια. Θα υποφέρουμε υπομονετικά τις δοκιμασίες. Θα δουλεύουμε και για τους άλλους και τώρα και στα γηρατειά μας, χωρίς ξεκούραση. Και όταν φτάσει η ώρα μας, θα πεθάνουμε ήσυχα, δίχως κανένα παράπονο. Τότε θα κοιτάξουμε πίσω τα τωρινά μας βάσανα και τις πίκρες με καλοσύνη, με χαμόγελο… Και θα αναπαυτούμε… Πιστεύω, θείε Βάνια! Θα αναπαυτούμε."

Αυλαία.-

https://www.capital.gr/