27 Μαΐου 2016

Αφορολόγητο ΜΟΝΟ για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες

Άλλο ένα πλήγμα για τους μικρούς παραγωγούς

Μόνο οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες θα μπορούν να επωφεληθούν από το αφορολόγητο που θεσπίστηκε για τους αγρότες. Αυτό προβλέπει ο πολυνόμος που ψηφίσθηκε στη Βουλή την προηγούμενη Κυριακή.
Το αφορολόγητο για τους αγρότες είχε θεσπιστεί με το νόμο 4387 του 2016, δηλαδή μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Οι νέες ρυθμίσεις για το αφορολόγητο των αγροτών θα ισχύει για τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν φέτος και θα δηλωθούν το 2017 στην εφορία.

Το αφορολόγητο έχει περιοριστεί, όπως είναι γνωστό, στα 8.636 ευρώ για τους άγαμους φορολογούμενους, στα 8.863 ευρώ για τους φορολογούμενους που έχουν ένα παιδί, στα 9.090 ευρώ για τους φορολογούμενους που έχουν δύο παιδιά και στα 9.545 ευρώ για τους φορολογούμενους που έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά.
Κατά τον υπολογισμό του φόρου δεν θα υπολογίζεται αφορολόγητο για τα αγροτικά εισοδήματα των μη κατά κύριο επάγγελμα αγροτών.

Δηλαδή για τους παραγωγούς που τα αγροτικά εισοδήματα τους είναι μικρότερα του 50% των συνολικών εισοδημάτων τους. Διευκρινίζουμε ότι στα αγροτικά εισοδήματα, ως σήμερα, δεν περιλαμβάνονται οι αγροτικές επιδοτήσεις.

Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, εάν ένας φορολογούμενος που διατηρεί καφενείο στην Άγρα και παράλληλα είναι κτηνοτρόφος, αποκτήσει φέτος εισόδημα 18.000 ευρώ και το 49% του εισοδήματος προέρχεται από την πώληση γάλακτος και κρέατος, ενώ το υπόλοιπο 51% από την ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, θα φορολογηθεί με τη νέα ενιαία φορολογική κλίμακα και θα κληθεί να καταβάλει φόρο 22% από το πρώτο ευρώ για το σύνολο του εισοδήματός του.

Με το καθεστώς φορολόγησης που ίσχυε πριν την ψήφιση του πολυνόμου, θα πλήρωνε φόρο 13% για το αγροτικό εισόδημα και 26% για το εισόδημα από την ατομική επιχείρηση.

Ο παραγωγός του παραδείγματος μας, χάνει το αφορολόγητο διότι πλέον δεν χαρακτηρίζεται κατά κύριο επάγγελμα αγρότης. Ο ίδιος παραγωγός το 2015, θεωρούνταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, διότι το όριο για τους νησιώτες παραγωγούς ήταν στο 25% του εισοδήματος τους.

Εάν ο κτηνοτρόφος - καφετζής του παραδείγματος, λόγω αύξησης της τιμής του γάλακτος, έχει εισόδημα 18.000, αλλά από την πώληση γάλακτος και κρέατος αποκόμισε το 51% και άνω του εισοδήματος του, χαρακτηρίζεται κατά κύριο επάγγελμα αγρότης.

Θα φορολογηθεί και πάλι με την ενιαία φορολογική κλίμακα, όμως για το 51% του αγροτικού εισοδήματος θα ισχύσει αφορολόγητο όριο. Για το υπόλοιπο 49% του εισοδήματος του, δεν δικαιούται αφορολόγητο διότι προέρχεται από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ένας συνταξιούχος που παράλληλα ασκεί αγροτική δραστηριότητα, λαμβάνει κατά 51% το εισόδημα του από την σύνταξη και κατά 49% από την πώληση αγροτικών προϊόντων, θα φορολογηθεί με ενιαία κλίμακα αλλά το αφορολόγητο που δικαιούται, θα ισχύσει μόνο για το εισόδημα που προέρχεται από την σύνταξη.

Αν το αγροτικό του εισόδημα υπερβαίνει το 50% του συνολικού εισοδήματος του, τότε χαρακτηρίζεται κατά κύριο επάγγελμα αγρότης και δικαιούται υπολογισμό του αφορολόγητου για το σύνολο των εισοδημάτων του.
Με τον ίδιο τρόπο θα αντιμετωπισθεί φορολογικά και ο μισθωτός που έχει αγροτικά εισοδήματα.

Ο συνταξιούχος με αγροτικά εισοδήματα, θα υποστεί περικοπή 60% στην σύνταξη του.
Η διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών από τους μη κατά κύριο επάγγελμα, θα είναι προσωρινή, αφού προβλέπεται σταδιακή αύξηση των συντελεστών φορολόγησης για τους αγρότες ώστε να φθάσουν στο 26% τα επόμενα χρόνια.

Ποιοι πλήττονται
Η απώλεια του αφορολόγητου από τους μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες είναι ένα ακόμη πλήγμα για την αγροτική παραγωγή των νησιών του Αιγαίου, αλλά και των ορεινών περιοχών της χώρας. Διότι σε αυτές τις περιοχές, η αγροτική δραστηριότητα συνδυάζεται με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες προκειμένου οι κάτοικοι τους να αποκομίζουν ικανοποιητικό εισόδημα.

Αντίθετα οι πολλαπλές επαγγελματικές δραστηριότητες συναντώνται πολύ σπάνια σε πεδινές περιοχές ή στις μεγάλες πόλεις.