Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας που ψηφίστηκε με την διαδικασία του κατεπείγοντος από το Ελληνικό Κοινοβούλιο την προηγούμενη εβδομάδα, αποτελεί ένα ακόμη βήμα στον περιορισμό κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών στο όνομα της οικονομικής ανάκαμψης και της εξόδου από την κρίση. Όπως έχει άλλωστε επισημάνει και η Διεθνής Ομοσπονδία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (έκθεση, Δεκέμβρης 2014) οι αρνητικές συνέπειες που έχουν στα θεμελιώδη δικαιώματα και συνολικά στην κοινωνία ορισμένες πολιτικές και μέτρα που λήφθηκαν ως απάντηση στην κρίση, έχουν υποτιμηθεί ή θεωρηθεί αναπόφευκτη – και κατά συνέπεια αποδεκτή – παράπλευρη απώλεια. Η υιοθέτηση του Κώδικα, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αυτός ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, συνιστούν άλλο ένα παράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ειδικότερα, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε την εξόχως προβληματική κοινοβουλευτική διαδικασία κατά την συζήτηση του συγκεκριμένου νομοθετήματος, καθώς και το γεγονός ότι ο νομοθέτης λειτούργησε καθ’ υπαγόρευση της εκτελεστικής έξουσίας (και εν τέλει ενός άτυπου ευρωπαϊκού θεσμού).
Ως προς τον Κώδικα:
Ο Κώδικας περιέχει σειρά διατάξεων που είτε πλήττουν άμεσα, είτε δημιουργούν τις συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος της έννομης δικαστικής προστασίας.
Η κατάργηση της αμεσότητας της δίκης και η καθιέρωση της δίκης μέσω αποκλειστικά γραπτής διαδικασίας (άρθρα 237, 238) γραφειοκρατικοποιεί την πολιτική δίκη και περιορίζει το δικαίωμα αντεξέτασης, ανάγοντας το στην δικαιοδοσία του δικαστή. Ενισχύεται έτσι η πιθανότητα μη δίκαιης δίκης αν δεν υπάρξουν εγγυήσεις ότι η διαδικασία δεν θα καθορίζεται από την ανάγκη οικονομίας (χρόνου ή χρημάτων).
Ο Κώδικας διατηρεί το υψηλό κόστος πρόσβασης στην δικαιοσύνη και τα υψηλά παράβολα, μέτρο που αποδεδειγμένα έχει οδηγήσει στον περιορισμό πρόσβασης των πολιτών στην δικαιοσύνη. Επισημαίνουμε, ότι η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να βρει άλλους τρόπους επιτάχυνσης των διαδικασιών και καλύτερης λειτουργίας των δικαστηρίων, και όχι μέσω της αποτροπής προσφυγής σε αυτά.
Υιοθετούνται διαδικασίες πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων πολιτών, οι οποίες αφενός δίνουν προτεραιότητα στην ταχύτητα της διαδικασίας και όχι στις επαρκείς δικονομικές εγγυήσεις, αφετέρου τροποποιούν τα προνόμια κατάταξης των δανειστών υπέρ των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων πιστωτών, δηλαδή των τραπεζών και εις βάρος των εργαζομένων, του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Στην χώρα μας τα δικαιώματα – ατομικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά – βάλλονται ανοιχτά και έχουν παραβιαστεί σε πολλά επίπεδα, τόσο με ευθύνη εξωτερικών, οσο και εγχώριων παραγόντων. Η διαδικασία ψήφισης του Κώδικά
Πολιτικής δικονομίας, καθώς και αρκετές από τις διατάξεις του, εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο.
Ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απαιτούμε από τους αρμόδιους πολιτειακούς και θεσμικούς φορείς να πράξουν τα δέοντα ώστε να μην περιοριστούν περαιτέρω οι θεσμικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων των πολιτών, να αποκατασταθούν οι παραβιάσεις, αλλά και να βελτιωθούν οι μηχανισμοί εκείνοι που διασφαλίζουν την εφαρμογή όσων δικαιωμάτων δεν έχουν (ακόμη;) περιοριστεί.
Ειδικότερα, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε την εξόχως προβληματική κοινοβουλευτική διαδικασία κατά την συζήτηση του συγκεκριμένου νομοθετήματος, καθώς και το γεγονός ότι ο νομοθέτης λειτούργησε καθ’ υπαγόρευση της εκτελεστικής έξουσίας (και εν τέλει ενός άτυπου ευρωπαϊκού θεσμού).
Ως προς τον Κώδικα:
Ο Κώδικας περιέχει σειρά διατάξεων που είτε πλήττουν άμεσα, είτε δημιουργούν τις συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος της έννομης δικαστικής προστασίας.
Η κατάργηση της αμεσότητας της δίκης και η καθιέρωση της δίκης μέσω αποκλειστικά γραπτής διαδικασίας (άρθρα 237, 238) γραφειοκρατικοποιεί την πολιτική δίκη και περιορίζει το δικαίωμα αντεξέτασης, ανάγοντας το στην δικαιοδοσία του δικαστή. Ενισχύεται έτσι η πιθανότητα μη δίκαιης δίκης αν δεν υπάρξουν εγγυήσεις ότι η διαδικασία δεν θα καθορίζεται από την ανάγκη οικονομίας (χρόνου ή χρημάτων).
Ο Κώδικας διατηρεί το υψηλό κόστος πρόσβασης στην δικαιοσύνη και τα υψηλά παράβολα, μέτρο που αποδεδειγμένα έχει οδηγήσει στον περιορισμό πρόσβασης των πολιτών στην δικαιοσύνη. Επισημαίνουμε, ότι η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να βρει άλλους τρόπους επιτάχυνσης των διαδικασιών και καλύτερης λειτουργίας των δικαστηρίων, και όχι μέσω της αποτροπής προσφυγής σε αυτά.
Υιοθετούνται διαδικασίες πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων πολιτών, οι οποίες αφενός δίνουν προτεραιότητα στην ταχύτητα της διαδικασίας και όχι στις επαρκείς δικονομικές εγγυήσεις, αφετέρου τροποποιούν τα προνόμια κατάταξης των δανειστών υπέρ των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων πιστωτών, δηλαδή των τραπεζών και εις βάρος των εργαζομένων, του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Στην χώρα μας τα δικαιώματα – ατομικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά – βάλλονται ανοιχτά και έχουν παραβιαστεί σε πολλά επίπεδα, τόσο με ευθύνη εξωτερικών, οσο και εγχώριων παραγόντων. Η διαδικασία ψήφισης του Κώδικά
Πολιτικής δικονομίας, καθώς και αρκετές από τις διατάξεις του, εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο.
Ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απαιτούμε από τους αρμόδιους πολιτειακούς και θεσμικούς φορείς να πράξουν τα δέοντα ώστε να μην περιοριστούν περαιτέρω οι θεσμικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων των πολιτών, να αποκατασταθούν οι παραβιάσεις, αλλά και να βελτιωθούν οι μηχανισμοί εκείνοι που διασφαλίζουν την εφαρμογή όσων δικαιωμάτων δεν έχουν (ακόμη;) περιοριστεί.