Το ερώτημα που πλανάται συχνά στις συζητήσεις για τον ρατσισμό, πιστεύω πως είναι αν υπάρχει τελικά στην Ελλάδα ρατσιστικό φαινόμενο. Το ερώτημα αυτό, που υποδηλώνεται χωρίς να αντιμετωπίζεται ευθέως από την ελληνική κοινωνία, δεν μπορεί να απαντηθεί φυσικά μονολεκτικά με ένα ναι ή με ένα όχι, ούτε βέβαια είναι δυνατόν να εξαρτηθεί η απάντηση από δημοσκοπήσεις, που μόνο διαθέσεις καταγράφουν και αυτές με τρόπο υποβολιμαίο, σχηματικό και αποσπασματικό.
Αν θέλουμε επομένως να αποφύγουμε γενικεύσεις, εύκολες σχηματοποιήσεις και γενικολογικούς αφορισμούς, χρειάζεται τουλάχιστον, να καταλήξουμε σε ένα συμβατικό έστω, προσδιορισμό του τι εννοούμε με τον όρο «ρατσισμό».
Εφόσον ως «ρατσισμό» νοήσουμε την ιδεολογία εκείνη που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες με βάση τη φυλετική καταγωγή τους ή κάποιο άλλο βιολογικό στίγμα, χρώματος δέρματος, μορφής, φυσιογνωμίας, σωματικής κατασκευής κ.λ.π., και η οποία δικαιολογεί εξαιτίας αυτού του διαχωρισμού πράξεις βίας ή εκδηλώσεις έκδηλης περιφρόνησης απέναντι στους ανθρώπους που φέρουν το στίγμα της διάκρισης αντιμετωπίζοντάς τους ως άτομα υποδεέστερης κατηγορίας, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε με βάση την εμπειρική παρατήρηση πως μια τέτοια ιδεολογία δεν κυριαρχεί στην Ελλάδα ούτε φαίνεται να βρίσκει απήχηση σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού.
Η αισιόδοξη αυτή διαπίστωση, δεν λαμβάνει υπόψη της βέβαια μεμονωμένες ή και διάσπαρτες όχι όμως οργανωμένες, συνεχείς ή διαδεδομένες εκδηλώσεις κοινωνικού ρατσισμού καθώς και ορισμένες διοικητικές πρακτικές κρατικού ρατσισμού. Τέτοιες πρακτικές έχουν επανειλημμένα επισημανθεί και στιγματιστεί, δεν συγκροτούν όμως, προς το παρόν τουλάχιστον, συνολικά κρινόμενες μια πολιτική ρατσισμού που συστηματικά και βάσει σχεδίου ακολουθείται από όργανα του επίσημου κοινωνικού ελέγχου.
Τίποτε δεν αποκλείει ωστόσο να αναπτυχθούν στο μέλλον τέτοια φαινόμενα, εφόσον η μετανάστευση συνεχίσει να προσλαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις και η εγκατάσταση μεταναστών στη χώρα μας προκαλέσει αντιδράσεις ξενοφοβίας και κοινωνικής ανασφάλειας, γίνει δε πολιτική και ιδεολογική εκμετάλλευση των κοινωνικών αντιθέσεων που θα αναπτυχθούν. Κάθε ρατσισμός έχει ανάγκη, από μια θεωρία που να τον δικαιολογεί, να τον στηρίζει ιδεολογικά και να τον συγκροτεί οργανωτικά και προγραμματικά. Παράλληλα με τη θεωρία και ίσως περισσότερο από αυτήν το φαινόμενο του ρατσισμού, ενεργοποιώντας πρακτικές και συμπεριφορές που βασίζονται στο θυμικό και στη συγκίνηση, στηρίζεται πολύ και στην ενεργοποίηση του φαντασιακού των ανθρώπων.
Καλλιεργούνται και προβάλλονται από τους φορείς της ρατσιστικής ιδεολογίας αναπαραστάσεις και εικόνες και πλάθονται αντανακλαστικά ή στερεότυπα που προκαλούν αισθήματα φόβου, υπεροχής, συμπλέγματα ανωτερότητας, αισθήματα ανασφάλειας ή ανταγωνιστικότητας. Όλα αυτά μαζί, συνθέτουν ένα φαινόμενο σύνθετο που μόνο πολιτικά και ιδεολογικά μπορεί να αντιμετωπιστεί, αφού και το ίδιο σε ιδεολογίες στηρίζεται και πολιτικούς στόχους επιδιώκει.
Οι διαπιστώσεις αυτές είναι χρήσιμες, διότι ενώ ο «ανθρωπολογικός» ρατσισμός που περιγράψαμε στην αρχή, και γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση τον μεσοπόλεμο, φαίνεται να έχει ξεθωριάσει, όλα δείχνουν εν τούτοις ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν έχουν απαλλαγεί από ιδεολογίες που διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε κατηγορίες κοινωνικά ανώτερες και κατώτερες: ένας νεορατσισμός άρχισε να εμφανίζεται κυρίως στην Ευρώπη και να προκαλεί διακρίνουσες, βίαιες και απαξιωτικές συμπεριφορές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο νεορατσισμός δεν στηρίζεται σε ανθρωπολογικούς διαχωρισμούς αλλά σε εθνολογικές – πολιτισμικές διαφορές ή ιδιαιτερότητες. Διακρίνει τους πολιτισμούς και τα έθνη σε κατηγορίες ποιοτικά ανώτερους και κατώτερους, αρνείται να αναγάγει τις πολιτισμικές (στις οποίες κυρίαρχη θέση κατέχουν οι θρησκευτικές) διαφορές σε έναν κοινό παρονομαστή, να βρει ένα κοινό μέτρο ή μια κοινή αξία μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα ρατσισμό χωρίς φυλές, χρώματα ή ανθρωπολογικά στίγματα, που βασίζεται σε πολιτισμικούς διαχωρισμούς και τονίζει τους διαφορετικούς τρόπους ζωής, τις διαφορετικές παραδόσεις ή θρησκευτικές πεποιθήσεις και ο οποίος δεν ευνοεί τις προσμίξεις, αντίθετα τις απεχθάνεται και επιδιώκει πάση θυσία τη διατήρηση της καθαρότητας και της ακεραιότητας του «ανώτερου» πολιτισμού.
Ο νεορατσισμός αυτός, που είναι ο ρατσισμός της εποχής μας, τρέφεται από το πολύπλοκο πρόβλημα της μετανάστευσης που έχει προσλάβει στις μέρες μας, εκρηκτικές διαστάσεις. Η μαζική, ανεξέλεγκτη και λαθραία είσοδος μεταναστών έχει αρχίσει να προκαλεί σε αρκετά στρώματα του πληθυσμού, ιδίως σε όσα βλέπουν ανταγωνιστικά τους εργαζόμενους μετανάστες και αισθάνονται ότι απειλείται η εργασία τους, φαινόμενα κοινωνικής ανασφάλειας. Η ανασφάλεια και ο φόβος της ανεργίας δεν χρειάζονται και πολλά για να προκαλέσουν στη συνέχεια αισθήματα ξενοφοβίας και να εκθρέψουν ιδεολογία απειλής της πολιτισμικής μας ταυτότητας, να καλλιεργήσουν δηλαδή αμυντικά αισθήματα, που οδηγούν αναγκαστικά σε αντιδράσεις ή πρακτικές πολιτισμικής εσωστρέφειας και εθνικής περιχαράκωσης. Η μετανάστευση εκλαμβάνεται και βιώνεται αποκλειστικά ως απειλή για τον πολιτισμό και την εθνική μας ταυτότητα, ενώ οι θετικές της πλευρές, όπως η παραγωγή έργου, η συμβολή στην αύξηση του κοινωνικού προϊόντος, η απασχόληση σε τομείς που είχαν εγκαταλειφθεί και υπήρχε έλλειψη προσφοράς εργασίας, κυρίως όμως ο εμπλουτισμός της κοινωνίας μας με νέα δυναμικά μέλη, η γόνιμη επαφή με άλλους πολιτισμούς, η διεύρυνση του παραγωγικού και πνευματικού δυναμικού της χώρας, η ενίσχυση του εθνικού νομίσματος καθώς και της διεθνούς θέσης της Ελλάδος κ.ά., όλα αυτά αποσιωπώνται ή διαστρεβλώνονται.
Είναι λάθος να πιστεύεται ότι κινδυνεύει η πολιτιστική μας ταυτότητα από την εισροή των μεταναστών στη χώρα μας. Αυτή που πρέπει να αισθάνεται ότι απειλείται είναι μια συγκεκριμένη αντίληψη περί της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας. Κινδυνεύει μια στερεότυπη, απαρχαιωμένη, προγονόπληκτη ή αρχαιολατρική και εθνοκεντρική αντίληψη, που ενώ ταυτίζει το έθνος με την ορθοδοξία δεν παραλείπει να ανάγεται με τρόπο αφηρημένο και επιλεκτικό στον αρχαιοελληνικό ειδωλολατρικό πολιτισμό για να καταλήξει σε ιδεοληπτικούς προσδιορισμούς της εθνικής μας ταυτότητας χωρίς επαφή με την ιστορική πραγματικότητα.
Η εθνική – πολιτισμική μας ταυτότητα δεν είναι στατική ούτε αναλλοίωτη, δεν ορίζεται με ταυτολογίες ή με αναγωγές σε αμετάλλακτους προσδιορισμούς. Είναι ανοικτή στην ιστορία και ανεκτική απέναντι στην κοινωνία, πλάθεται και αναπλάθεται διαρκώς σε επαφή με την μεταβαλλόμενη πραγματικότητα ενόψει ενός απρόβλεπτου μέλλοντος. Ας μη ξεχνάμε ότι στην τρισχιλιετή ιστορία μας, η πολιτισμική μας ταυτότητα μεταλλάχτηκε πολλές φορές αφομοιώνοντας νέα στοιχεία και νομιμοποιώντας τα παλαιά. Η φυσιογνωμία της άλλαξε πολλές φορές και προσαρμόστηκε στα νέα ιστορικά δεδομένα άλλες τόσες. Δεν φοβήθηκε το ξένο ούτε αρνήθηκε το νέο. Δεν είδε τον αλλοδαπό ή μετανάστη ως κατώτερο, αλλά απλώς ως διαφορετικό.
Είμαστε ένας λαός κατ’ εξοχήν μεταναστευτικός ή αποδημητικός, ένας λαός που γνώρισε τα δεινά αλλά και τα οφέλη της μετανάστευσης, που έπεσε θύμα ρατσιστικής συμπεριφοράς και δυσμενών διακρίσεων από κράτη που δέχτηκαν μετανάστες. Μεγάλος αριθμός του ελληνικού πληθυσμού είναι εξάλλου τέκνα ή εγγόνια προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι είχαν υποστεί κοινωνικές διακρίσεις από τους «ελλαδικούς» λόγω της καταγωγής τους.
Ο αρχαιοελληνικός, ο ελληνιστικός, ο βυζαντινός πολιτισμός επέζησαν γιατί μετασχηματίστηκαν αφομοιώνοντας διαρκώς έργα και αξίες πολιτισμικές της εποχής τους, συμβιώνοντας αρμονικά με το «άλλο» και το «διαφορετικό», το οποίο δεν φοβήθηκαν αλλά συνομίλησαν μαζί του. Άντεξαν στο χρόνο και στην ιστορία, γιατί παρήγαγαν αξίες με οικουμενική ισχύ, που ξεπερνούσε τα όρια της εποχής και της κοινωνίας που τις δημιούργησε.