Κυβέρνηση Σαμαρά ή κυβέρνηση Τσίπρα. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα για την επόμενη μέρα των εκλογών που θα γίνουν σε τρεις εβδομάδες. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μάχη είναι αμφίρροπη, οι μετακινήσεις συνεχείς και κάποιες φορές ασυνάρτητες, το εκλογικό σώμα ζαλισμένο.
Σε περίπτωση που η ΝΔ αναδειχτεί πρώτο κόμμα, θα επιδιωχτεί ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, τη Δημοκρατική Αριστερά και το κόμμα των Στ. Μάνου - Θ. Τζήμερου, εφόσον εκπροσωπείται στη Βουλή, ενώ οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Π. Καμμένου προσανατολίζονται σε ψήφο ανοχής. Στο ΠΑΣΟΚ υπάρχουν δύο σχολές σκέψης, η μία υπέρ της ενεργού συμμετοχής με κορυφαία στελέχη σε σημαντικά υπουργεία, η άλλη υπέρ της ψήφου ανοχής, ώστε να μην είναι ισόποσος ο επιμερισμός του πολιτικού κόστους από το πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί.
Ο Φώτης Κουβέλης έχει ξεκαθαρίσει ότι θα συμβάλει ώστε να μην παραταθεί η ακυβερνησία και συνάγεται ότι αυτή τη φορά δεν θα κρατήσει αποστάσεις από το σχηματισμό κυβέρνησης. Ωστόσο, ούτε στη Δημοκρατική Αριστερά έχει ληφθεί απόφαση για το αν θα υπάρξει συμμετοχή προσώπων ή αν απλώς θα δοθεί κοινοβουλευτική στήριξη.
Σε μια τέτοια κυβέρνηση προσβλέπουν εταίροι και δανειστές, θεωρώντας ότι θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα και δεν θα αθετηθούν οι δεσμεύσεις, κατά συνέπεια δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας, ούτε η παραμονή της στο προστατευμένο περιβάλλον του κοινού νομίσματος.
Ωστόσο, μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι εξαιρετικά εύθραυστη. Ένας ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης εγγυάται κινητοποιήσεις διαρκείας και κοινωνική αναταραχή, πολύ περισσότερο που η κοινή γνώμη εκπαιδεύτηκε στην προσδοκία απαλλαγής από τα δεσμά των μνημονίων.
Το άλλο σενάριο
Σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αναδειχτεί πρώτο κόμμα, θα επιδιωχτεί ο σχηματισμός προοδευτικής κυβέρνησης, οπωσδήποτε με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ, ασφαλώς χωρίς το ΚΚΕ, και πιθανώς με την ψήφο ανοχής του ΠΑΣΟΚ και όποιου άλλου προσφερθεί. Το ενδεχόμενο πρωθυπουργίας Αλέξη Τσίπρα ήδη προκαλεί σοκ και δέος σε μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, παρόλο που είναι κοινή η εκτίμηση ότι μετεκλογικά θα δείξει στοιχεία πολιτικής ωρίμανσης, δηλαδή διαθέσεις προσαρμογής στη σκληρή πραγματικότητα. Σύμφωνα με πληροφορίες, στην τελική ευθεία προς τις κάλπες θα αναδειχτεί και η «κυβερνητική ομάδα» του ΣΥΡΙΖΑ, με πρόσωπα όπως ο Γ. Δραγασάκης, ο Δ. Παπαδημούλης, η Σ. Σακοράφα και ο Ν. Κωνσταντόπουλος. Οι συνιστώσες έχουν ήδη απορροφηθεί, προκειμένου να ενοποιηθεί το κόμμα για να διεκδικήσει το μπόνους των πενήντα εδρών.
Υποστηρίζεται από πολλές πλευρές ότι στην πραγματικότητα ο Α. Τσίπρας προτιμά το ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γιατί τότε θα έχει μόνο να κερδίσει και επειδή γνωρίζει την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, μετά την επίσκεψη στελεχών του στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Ο ίδιος διαψεύδει κατηγορηματικά τη σχετική σεναριολογία και θέλει να δείχνει έτοιμος να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.
Το μεγάλο πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει μια τέτοια κυβέρνηση, πέρα από τη δυσπιστία και τη δυσθυμία των εταίρων, είναι η διαχείριση του αγριεμένου πλήθους στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί καλύτερες μέρες και το οποίο θα κληθεί τους αμέσως επόμενους μήνες να πληρώσει φόρους χωρίς προηγούμενο.
Ανασύνθεση, δηλαδή αποσύνθεση Μετά τις εκλογές δεν θα υπάρξει ούτε πολιτική ούτε κοινωνική καταλλαγή. Οι επαγγελματίες της κεντροαριστεράς διαπιστώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να καταλάβει την κεντρική θέση στη μία όχθη του πολιτικού χάρτη και προετοιμάζουν άμυνες. Ο Ευ. Βενιζέλος θα επιδιώξει την επανίδρυση του μικρού πλέον ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα τον ακολουθήσουν όλοι. Κορυφαία στελέχη του κόμματός του ψάχνονται και βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση άλλου δρόμου, που μπορεί να περνά μέσα ή κοντά από τη Δημοκρατική Αριστερά ή να καταλήγει στη δημιουργία νέου πολιτικού φορέα.
Αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ η ησυχία που φέρνει η προοπτική της εξουσίας δεν θα κρατήσει για πάντα. Υπάρχουν συνιστώσες που δεν έχουν καμία επαφή, ιδεολογική ή ψυχική, με το ευρωπαϊκό μοντέλο, και κάποια στιγμή, στο πρώτο λάθος ή ατύχημα, θα εκφραστούν.
Επίσης, η συνοχή στο εσωτερικό της Δεξιάς δεν είναι αυτονόητη, ακόμα κι αν υπάρξει εκλογική επιτυχία. Γρήγορα θα έρθει η στιγμή που ο Α. Σαμαράς θα αισθανθεί ότι απειλείται από την Ντ. Μπακογιάννη, πολύ περισσότερο εφόσον η πρώην ΥΠΕΞ διεκδικήσει το ρόλο της συνομιλήτριας των εταίρων. Άλλωστε όλοι θα αντιλαμβάνονται ότι ο χρόνος του προέδρου της ΝΔ στην ηγεσία τελειώνει και οι φιλόδοξοι να τον διαδεχτούν ή να πρωταγωνιστήσουν στις διεργασίες μετάβασης θα οργανωθούν με το βλέμμα στις μεθεπόμενες εκλογές, που, το αργότερο, θα πραγματοποιηθούν το 2014, μαζί με τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές.
Παράξενος πλανήτης
Ό,τι κι αν αποφασίσει ο ελληνικός λαός στις 17 Ιουνίου, με μια συνειδητή επιλογή ή σε πλήρη σύγχυση, η πραγματικότητα θα αποδειχτεί πεισματάρα. Το πρωτογενές έλλειμμα δεν επιτρέπει την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών (μισθοί, συντάξεις κτλ.) χωρίς δανειοδότηση και οι εταίροι έχουν ξεκαθαρίσει ότι χωρίς την υλοποίηση των δεσμεύσεων του δεύτερου μνημονίου δεν θα συνεχιστεί η χρηματοδότηση.
Αμέσως μετά τις εκλογές θα επιστρέψει στην Αθήνα το κλιμάκιο της τρόικας με στόχο την οριστικοποίηση των μέτρων για το 2013-2014 και ίσως και για το 2015, αν τελικά εγκριθεί η επιμήκυνση της διάρκειας του προγράμματος. Με την ευκαιρία, θα διαπιστωθεί και η «τρύπα» στον προϋπολογισμό από την κατάρρευση των εσόδων το Μάιο, που φυσικά θα συνεχιστεί και τον Ιούνιο, λόγω της προεκλογικής παραζάλης.
Ακόμα κι αν συμφωνηθεί στη σύνοδο κορυφής της 28ης-29ης Ιουνίου αναπτυξιακή βοήθεια, ακόμα κι αν δοθεί παράταση ενός ή δύο χρόνων στην εφαρμογή του μνημονίου, η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να ανακάμψει άμεσα, φόροι και ψηφισμένα μέτρα δεν πρόκειται να παγώσουν, ούτε θα αρχίσει να πέφτει το μάννα από τον ουρανό.
Η παράσταση που στήθηκε γύρω από την κατάργηση στην πράξη του νόμου για τη μείωση του κατώτερου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και τη μετενέργεια, με τον ΣΕΒ σε ρόλο εργατοπατέρα που όμως δεν εγγυάται πάγωμα των απολύσεων, ήταν ένα ακόμη βαρύ σύμπτωμα της ελληνικής αρρώστιας: διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας τους όρους με τους οποίους μας δανείζουν, βάζουμε μόνοι μας τις ερωτήσεις, δίνουμε και τις απαντήσεις, σε μια παράξενη διαδικασία αυτοδιαχείρισης με χαρακτηριστικά αυτοδιάλυσης.
Την επομένη των εκλογών θα μάθουμε αν και ποια κυβέρνηση έχουμε, ταυτόχρονα θα μάθουμε και την αλήθεια που χάθηκε στη σκόνη προεκλογικών υποσχέσεων, λαϊκισμών, δημαγωγίας, άγονων αντιπαραθέσεων και φλυαρίας που κινείται στη σφαίρα του μεταφυσικού (ευρώ χωρίς μνημόνιο) ή του γραφικού (ελληνικά τελεσίγραφα στον «Ολαντρέου»).
Σε περίπτωση που η ΝΔ αναδειχτεί πρώτο κόμμα, θα επιδιωχτεί ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, τη Δημοκρατική Αριστερά και το κόμμα των Στ. Μάνου - Θ. Τζήμερου, εφόσον εκπροσωπείται στη Βουλή, ενώ οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Π. Καμμένου προσανατολίζονται σε ψήφο ανοχής. Στο ΠΑΣΟΚ υπάρχουν δύο σχολές σκέψης, η μία υπέρ της ενεργού συμμετοχής με κορυφαία στελέχη σε σημαντικά υπουργεία, η άλλη υπέρ της ψήφου ανοχής, ώστε να μην είναι ισόποσος ο επιμερισμός του πολιτικού κόστους από το πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί.
Ο Φώτης Κουβέλης έχει ξεκαθαρίσει ότι θα συμβάλει ώστε να μην παραταθεί η ακυβερνησία και συνάγεται ότι αυτή τη φορά δεν θα κρατήσει αποστάσεις από το σχηματισμό κυβέρνησης. Ωστόσο, ούτε στη Δημοκρατική Αριστερά έχει ληφθεί απόφαση για το αν θα υπάρξει συμμετοχή προσώπων ή αν απλώς θα δοθεί κοινοβουλευτική στήριξη.
Σε μια τέτοια κυβέρνηση προσβλέπουν εταίροι και δανειστές, θεωρώντας ότι θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα και δεν θα αθετηθούν οι δεσμεύσεις, κατά συνέπεια δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας, ούτε η παραμονή της στο προστατευμένο περιβάλλον του κοινού νομίσματος.
Ωστόσο, μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι εξαιρετικά εύθραυστη. Ένας ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης εγγυάται κινητοποιήσεις διαρκείας και κοινωνική αναταραχή, πολύ περισσότερο που η κοινή γνώμη εκπαιδεύτηκε στην προσδοκία απαλλαγής από τα δεσμά των μνημονίων.
Το άλλο σενάριο
Σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αναδειχτεί πρώτο κόμμα, θα επιδιωχτεί ο σχηματισμός προοδευτικής κυβέρνησης, οπωσδήποτε με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ, ασφαλώς χωρίς το ΚΚΕ, και πιθανώς με την ψήφο ανοχής του ΠΑΣΟΚ και όποιου άλλου προσφερθεί. Το ενδεχόμενο πρωθυπουργίας Αλέξη Τσίπρα ήδη προκαλεί σοκ και δέος σε μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, παρόλο που είναι κοινή η εκτίμηση ότι μετεκλογικά θα δείξει στοιχεία πολιτικής ωρίμανσης, δηλαδή διαθέσεις προσαρμογής στη σκληρή πραγματικότητα. Σύμφωνα με πληροφορίες, στην τελική ευθεία προς τις κάλπες θα αναδειχτεί και η «κυβερνητική ομάδα» του ΣΥΡΙΖΑ, με πρόσωπα όπως ο Γ. Δραγασάκης, ο Δ. Παπαδημούλης, η Σ. Σακοράφα και ο Ν. Κωνσταντόπουλος. Οι συνιστώσες έχουν ήδη απορροφηθεί, προκειμένου να ενοποιηθεί το κόμμα για να διεκδικήσει το μπόνους των πενήντα εδρών.
Υποστηρίζεται από πολλές πλευρές ότι στην πραγματικότητα ο Α. Τσίπρας προτιμά το ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γιατί τότε θα έχει μόνο να κερδίσει και επειδή γνωρίζει την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, μετά την επίσκεψη στελεχών του στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Ο ίδιος διαψεύδει κατηγορηματικά τη σχετική σεναριολογία και θέλει να δείχνει έτοιμος να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.
Το μεγάλο πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει μια τέτοια κυβέρνηση, πέρα από τη δυσπιστία και τη δυσθυμία των εταίρων, είναι η διαχείριση του αγριεμένου πλήθους στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί καλύτερες μέρες και το οποίο θα κληθεί τους αμέσως επόμενους μήνες να πληρώσει φόρους χωρίς προηγούμενο.
Ανασύνθεση, δηλαδή αποσύνθεση Μετά τις εκλογές δεν θα υπάρξει ούτε πολιτική ούτε κοινωνική καταλλαγή. Οι επαγγελματίες της κεντροαριστεράς διαπιστώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να καταλάβει την κεντρική θέση στη μία όχθη του πολιτικού χάρτη και προετοιμάζουν άμυνες. Ο Ευ. Βενιζέλος θα επιδιώξει την επανίδρυση του μικρού πλέον ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα τον ακολουθήσουν όλοι. Κορυφαία στελέχη του κόμματός του ψάχνονται και βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση άλλου δρόμου, που μπορεί να περνά μέσα ή κοντά από τη Δημοκρατική Αριστερά ή να καταλήγει στη δημιουργία νέου πολιτικού φορέα.
Αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ η ησυχία που φέρνει η προοπτική της εξουσίας δεν θα κρατήσει για πάντα. Υπάρχουν συνιστώσες που δεν έχουν καμία επαφή, ιδεολογική ή ψυχική, με το ευρωπαϊκό μοντέλο, και κάποια στιγμή, στο πρώτο λάθος ή ατύχημα, θα εκφραστούν.
Επίσης, η συνοχή στο εσωτερικό της Δεξιάς δεν είναι αυτονόητη, ακόμα κι αν υπάρξει εκλογική επιτυχία. Γρήγορα θα έρθει η στιγμή που ο Α. Σαμαράς θα αισθανθεί ότι απειλείται από την Ντ. Μπακογιάννη, πολύ περισσότερο εφόσον η πρώην ΥΠΕΞ διεκδικήσει το ρόλο της συνομιλήτριας των εταίρων. Άλλωστε όλοι θα αντιλαμβάνονται ότι ο χρόνος του προέδρου της ΝΔ στην ηγεσία τελειώνει και οι φιλόδοξοι να τον διαδεχτούν ή να πρωταγωνιστήσουν στις διεργασίες μετάβασης θα οργανωθούν με το βλέμμα στις μεθεπόμενες εκλογές, που, το αργότερο, θα πραγματοποιηθούν το 2014, μαζί με τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές.
Παράξενος πλανήτης
Ό,τι κι αν αποφασίσει ο ελληνικός λαός στις 17 Ιουνίου, με μια συνειδητή επιλογή ή σε πλήρη σύγχυση, η πραγματικότητα θα αποδειχτεί πεισματάρα. Το πρωτογενές έλλειμμα δεν επιτρέπει την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών (μισθοί, συντάξεις κτλ.) χωρίς δανειοδότηση και οι εταίροι έχουν ξεκαθαρίσει ότι χωρίς την υλοποίηση των δεσμεύσεων του δεύτερου μνημονίου δεν θα συνεχιστεί η χρηματοδότηση.
Αμέσως μετά τις εκλογές θα επιστρέψει στην Αθήνα το κλιμάκιο της τρόικας με στόχο την οριστικοποίηση των μέτρων για το 2013-2014 και ίσως και για το 2015, αν τελικά εγκριθεί η επιμήκυνση της διάρκειας του προγράμματος. Με την ευκαιρία, θα διαπιστωθεί και η «τρύπα» στον προϋπολογισμό από την κατάρρευση των εσόδων το Μάιο, που φυσικά θα συνεχιστεί και τον Ιούνιο, λόγω της προεκλογικής παραζάλης.
Ακόμα κι αν συμφωνηθεί στη σύνοδο κορυφής της 28ης-29ης Ιουνίου αναπτυξιακή βοήθεια, ακόμα κι αν δοθεί παράταση ενός ή δύο χρόνων στην εφαρμογή του μνημονίου, η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να ανακάμψει άμεσα, φόροι και ψηφισμένα μέτρα δεν πρόκειται να παγώσουν, ούτε θα αρχίσει να πέφτει το μάννα από τον ουρανό.
Η παράσταση που στήθηκε γύρω από την κατάργηση στην πράξη του νόμου για τη μείωση του κατώτερου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και τη μετενέργεια, με τον ΣΕΒ σε ρόλο εργατοπατέρα που όμως δεν εγγυάται πάγωμα των απολύσεων, ήταν ένα ακόμη βαρύ σύμπτωμα της ελληνικής αρρώστιας: διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας τους όρους με τους οποίους μας δανείζουν, βάζουμε μόνοι μας τις ερωτήσεις, δίνουμε και τις απαντήσεις, σε μια παράξενη διαδικασία αυτοδιαχείρισης με χαρακτηριστικά αυτοδιάλυσης.
Την επομένη των εκλογών θα μάθουμε αν και ποια κυβέρνηση έχουμε, ταυτόχρονα θα μάθουμε και την αλήθεια που χάθηκε στη σκόνη προεκλογικών υποσχέσεων, λαϊκισμών, δημαγωγίας, άγονων αντιπαραθέσεων και φλυαρίας που κινείται στη σφαίρα του μεταφυσικού (ευρώ χωρίς μνημόνιο) ή του γραφικού (ελληνικά τελεσίγραφα στον «Ολαντρέου»).