26 Μαΐου 2012

Η πυγολαμπίδα φέγγει και κεντά |Η ληστεία..Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου

Picture
Γιάννενα, Ιανουάριος 2002, ώρα 11:00 μ.μ.

«Βγες έξω, ρε μαλάκα, αν είσαι άντρας!»
Καμία απάντηση. Τρεις φορές έγινε αυτό. Τρέξιμο έξω από την πόρτα –έβγαζε κατευθείαν στο δρόμο– με όλη την αρμαθιά με τα κλειδιά μου έως το παράθυρο την κουζίνας στην πλαϊνή όψη του σπιτιού που έβλεπε στο πεζοδρόμιο, φωνή και... Κανείς δεν εμφανιζόταν. Κανείς.
          Δεν είμαι τρελή.
Δε φώναζα στο βρόντο ούτε για να ξεδώσω ακολουθώντας κάποια πρωτοποριακή μέθοδο ψυχοθεραπείας. Διανύαμε περίοδο εξεταστικής και διάβαζα με αναμμένο το φως της κουζίνας στο τραπεζάκι μπροστά από το παράθυρο. Το τελευταίο είχε μία κουρτίνα διάφανη, που σημαίνει πως, αν κάποιος από το σκοτεινό δρόμο ήθελε, μπορούσε να με δει. Καθόμουν εκεί κάθε μέρα και προφανώς είχε έρθει η στιγμή να συμβεί και αυτό. Έμενα σε ήσυχη γειτονιά, κατά τα άλλα. Μία ήσυχη γειτονιά όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά...
          Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ασυνήθιστους θορύβους έξω από το παράθυρό μου. Αισθάνθηκα πως κάτι περίεργο συνέβαινε, δεν έδωσα όμως σημασία μέχρι που άκουσα βογκητά. Το πρώτο που μου πέρασε από το μυαλό, όσο παράλογο κι αν φαίνεται, ήταν: Οχ, έμπλεξα και θα καθυστερήσω στο διάβασμα. Νευρίασα μόλις κατάλαβα ότι ένας τύπος στεκόταν έξω από το παράθυρό μου και τραβούσε μαλακία, κοιτώντας με να διαβάζω πάνω από τον τόμο αρχαίας ελληνικής ιστορίας του Bengtson. Ειδυλλιακό!
          Δε σκέφτηκα τίποτα, το μυαλό μου άδειασε. Πήρα τα κλειδιά μου και έτρεξα έξω. Φώναξα. Τίποτα. Ξανά και ξανά, το ίδιο. Αυτός εξαφανιζόταν διά μαγείας και μετά από λίγο πάλι τσουπ στο παράθυρο. Στο τέλος άρχισε να μου λέει ότι εγώ έφταιγα με τις φασαρίες μου και ότι, αν δεν του είχα δώσει σημασία, θα είχε τελειώσει γρήγορα τη «δουλειά» του και θα έφευγε. Κρατώντας ακόμα την ψυχραιμία μου προσπάθησα να του εξηγήσω ότι θα μπορούσε να κάνει την ίδια «δουλειά» με ησυχία στο μπάνιο του. Θα με είχε αφήσει και μένα επίσης στην ησυχία μου να διαβάσω. Εκεί παραπονέθηκε ότι δεν είχε πού να πάει και μου ζήτησε να μπει μέσα να τον κεράσω πορτοκαλάδα και τσιγάρο. 
          Κάπου εκεί πήρα τηλέφωνο την αστυνομία. Ο αστυνομικός με τη μηχανή, στο μεταξύ, δεν έβρισκε το σπίτι και καθυστερούσε να εμφανιστεί. Τηλεφώνησα ξανά. Είπαν ότι έψαχνε το σπίτι. Άνοιξα την πόρτα και είδα από μακριά το φως ενός φακού να παίζει στον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας. Του φώναξα και ακολούθησε τη φωνή μου στο σκοτάδι. Αρχίσαμε να ψάχνουμε μαζί. Πάλι είχε εξαφανιστεί. 
             «Δεν είδα κανέναν να τρέχει καμία από τις φορές που βγήκα έξω» του είπα.
          «Βγήκες μόνη σου έξω να τον κυνηγήσεις;» έφριξε ο συμπαθής νεαρός. «Άλλη φορά να παίρνεις αμέσως τηλέφωνο» έσπευσε να προσθέσει.
          Αμέ! Αν ήταν να έρθει ο ίδιος. Προς στιγμή έμοιαζε με φάση delivery special! Αντί για μία καπριτσιόζα και στην πόρτα σας, θα ήταν ένας επιδειξίας και στην πόρτα σας. Και με μηχανή, όχι αστεία! Νότα ευθυμίας και το κλίμα άλλαζε; Όχι ακόμα. Πού καιρός για αστεία με το πέος του αγνώστου να με απειλεί από το παράθυρο! Έμοιαζε με φροϋδικό όνειρο σε εφιαλτική εκδοχή και χρειαζόμουν ένα τσίμπημα να με ξυπνήσει πάραυτα. Εκεί με ρώτησε αν τον είχα δει. Αυτός εμφανιζόταν αμέσως στο παράθυρο μετά από κάθε κυνηγητό, σαν να κρυβόταν κάπου κοντά. Δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια να τρέξει μακριά. Θα φαινόταν ή θα ακουγόταν το τρέξιμο. Υπέθεσα, λοιπόν, ότι κρυβόταν κάπου ή ότι έμενε σε κάποιο γειτονικό σπίτι, για να έχει τόσο εύκολη δυνατότητα διαφυγής. Όταν το πρότεινα ως ενδεχόμενο στον αστυνομικό είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι αν δεν είχα αναγνωρίσει το πρόσωπό του. Τι να κάναμε; Να μπαίναμε στα σπίτια να ψάξουμε; Και για ποιο πράγμα; Μόνο το πέος του είχα δει! «Αναγνωρίζετε και πέη;». Κρατήθηκα. Δεν το είπα. Όταν τράβηξα την κουρτίνα για να διαπιστώσω τι βογκούσε, το φως μέσα ήταν αναμμένο και στο δρόμο σκοτάδι. Δε σκέφτηκα να το σβήσω. Κάτι θα αντιφέγγιζε, αλλά πάνω στη σύγχιση πού να σκεφτεί κανείς λογικά!
          Την επομένη ένας φίλος μου αποφάνθηκε ότι το πήρα ελαφρά. «Είναι δυνατόν να ψάχνεις μαζί με τον αστυνομικό; Δεν είναι ταινία η ζωή!». Αυτό ξαναπές το. Δεν είναι ταινία η ζωή. Αποδείχτηκε αμέσως μετά. Στην ένταση δεν καταλαβαίνεις και πολλά. Είσαι ακόμα ζεστός. Κρύα η σούπα σού κάθεται στο στομάχι. Νωρίτερα σε οδηγεί το ένστικτο και η λογική μπλοκάρει. Τα δύσκολα άρχισαν όταν έμεινα μόνη και άρχισα να χαλαρώνω. Όλοι οι θόρυβοι του σπιτιού που πριν μου περνούσαν απαρατήρητοι, γιατί τους είχα συνηθίσει, έπαιρναν νέες διαστάσεις, τρομακτικές. Η επένδυση ήταν ξύλινη και το ξύλο συστελλόταν και διαστελλόταν συνεχώς από το ζεστό νερό των σωλήνων του καλοριφέρ που περιέτρεχαν τους τοίχους. Η μεσοτοιχία με το διπλανό σπίτι ήταν, επίσης, σαν από τσιγαρόχαρτο και νόμιζες ότι κάποιος περπατάει, μιλάει ή ανεβαίνει τη σκάλα στο ίδιο σπίτι. Και μόνο στην ιδέα ότι μπορούσε να στηθεί πίσω από την πόρτα της εισόδου ή το παράθυρο του σαλονιού με τη βαριά κουρτίνα και να μου μιλήσει ξαφνικά χωρίς να μπορώ να τον δω… 
          Αυτό ήταν! Είχα τρομοκρατηθεί. Το ίδιο βράδυ έσφιξα τα δόντια και διάβασα όλη την ύλη που είχα οριοθετήσει. Σκυλί. Μετά ήρθε η ώρα του ύπνου. Όταν τελικά αποκοιμήθηκα, μπήκαν γάτες στη στέγη και άρχισαν να τρέχουν με ορμή στην οροφή. Ξύπνησα έντρομη από το ποδοβολητό τους, νομίζοντας ότι ο ξένος είχε ρίξει την πόρτα με μια κλοτσιά και ανέβαινε τρέχοντας τη σκάλα. Περίμενα την εκδίκηση του επιδειξία ακινητοποιημένη στο κρεβάτι με την καρδιά στο χέρι. Μπορεί και να είχε ξημερώσει όταν τελικά κατάφερα να υπνωτιστώ εξαντλημένη.
          Πέραν της τρομοκρατίας, γιατί είχε καταπατήθηκε ο χώρος μου με ένα αόρατο μάτι να με παρακολουθεί περιμένοντας την ευάλωτή μου στιγμή για κρούση, άρχισα να τον σκέφτομαι και εκτός σπιτιού. Το επόμενο πρωί πήγα για ψώνια στο σουπερμάρκετ. Στο ταμείο και την ώρα που έπεφταν πάνω μου κλεφτές ματιές στην αναμονή συνειδητοποίησα ότι ο ξένος θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από τους κυρίους γύρω μου, γιατί αυτός με είχε δει, ενώ εγώ όχι! Άρχισα καχύποπτα να επεξεργάζομαι βλέμματα και κινήσεις μήπως πέσει κάτι περίεργο στην αντίληψή μου. Στην επιστροφή ήλεγχα διαρκώς τα νώτα μου προσπαθώντας να εντοπίσω το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικά σημεία. Και μέσα στο σπίτι, όμως, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Ο φόβος μεγεθυνόταν όποτε νύχτωνε και μεταφερόμουν με το τραπεζάκι μακριά από το παράθυρο. Όταν είχα δουλειές εκεί κοντά, μιλούσα δυνατά, για να φαίνεται ότι κάποιος ήταν μαζί μου κι ας ήμουν μόνη. Φυσικά, μου έγινε εμμονή το να κοιτάζω προς το παράθυρο όποτε έκλεινα όλα τα φώτα πριν πάω για ύπνο. Μόνο τότε θα αχνοφαινόταν η σιλουέτα του.
          Ήταν ένας ψυχολογικός βιασμός αυτό που είχα υποστεί. Μου πήρε κάπου δύο μήνες να ξεπεράσω το γερό σοκ, που ευτυχώς έφθινε προοδευτικά. Ακόμα και μετά από χρόνια, όμως, συνέχισα να κοιτάζω το παράθυρο μόλις έσβηνα τα φώτα το βράδυ. Άλλες κοπέλες μού είπαν ότι θα έφευγαν από το σπίτι, ότι θα κοιμόντουσαν αλλού ή έστω με κάποιον άλλο μαζί. Πείσμωσα. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να διεκδικήσω το χώρο μου. Αν η ιδέα του επικίνδυνου αγνώστου μού έπαιρνε τον αέρα δε θα μπορούσα ούτε να πλησιάσω στο σπίτι. Κοιμόμουν κάθε βράδυ εκεί. Μόνη. Έπρεπε να το ξεπεράσω. Ήταν ο χώρος μου και έπρεπε να διώξω τον αέρα του ξένου που ήρθε να τον καταπατήσει. Ξυπνούσα κάθε μέρα με την ανακούφιση ότι και την προηγουμένη δεν είχε συμβεί τίποτα. Μέρα με τη μέρα.

Αθήνα, Απρίλιος 2012, ώρα 12:30 π.μ.

Επέστρεφα σπίτι μετά από μία συνάντηση μισο-φιλική μισο-επαγγελματική. Γεμάτο σκέψεις το μυαλό μου. Ζήλεψα μία κρέπα. Το παθαίνω μια δυο φορές το μήνα. Σκέφτηκα να επιτρέψω την παρασπονδία στον εαυτό μου. Έκανα παράκαμψη και δεν πήγα κατευθείαν σπίτι. Όλα κανονικά έως εδώ.
          Στην επιστροφή αντιλήφθηκα ότι κάποιος περπατούσε πίσω μου. Αυτό μπορεί να συμβαίνει συνέχεια. Ενστικτωδώς, όμως, δεν αισθανόμουν καλά και, αντί να συνεχίσω τη συνήθη πορεία μου, κατέβηκα από ένα στενό με ταχύ βήμα κατευθυνόμενη προς πολύ κεντρικό δρόμο, για να διαλυθούν οι υποψίες μου τουλάχιστον. Θα μπορούσα να πάρω και ένα ταξί στη χείριστη. Δεν πρόλαβα. Το βήμα πίσω μου ακαριαία επιταχύνθηκε, σε σημείο που θα έπρεπε να κουτρουβαλιαστώ στην κατηφόρα για να μη με φτάσει. Ένα χέρι επιδέξια με έπιασε από το λαιμό και μου τον έσφιξε τόσο, που πρέπει να έχασα για λίγο τις αισθήσεις μου. Θυμάμαι ότι αντιστάθηκα. Πρέπει να πέσαμε στο δρόμο γιατί μετά βρήκα μία μικρή εκδορά στο χέρι. Επίσης, στην προσπάθειά μου να αναπνεύσω, επειδή  μου έκοψε τελείως την ανάσα, τον έπιασα αυτόματα από τα μαλλιά. Ακόμα αισθάνομαι τις σκληρές τρίχες του ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
          Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι μία φωνή από το τέλος του δρόμου και μία κοπέλα που σαν σπίρτο φώναξε «κλέφτης!» και ανέβηκε τρέχοντας την ανηφόρα για να με βοηθήσει. Εκεί κατάλαβα ότι είχα χάσει τις αισθήσεις μου. Δε θυμόμουν πώς είχα βρεθεί κάτω. Τα κλειδιά μου ήταν πεσμένα στο δρόμο και η τσάντα μου είχε κάνει φτερά. Με ρώτησε αν ήμουν καλά, την ευχαρίστησα θερμά και αρχίσαμε αμέσως να τον κυνηγάμε για λίγο στα στενά από εκεί που τον είδε να στρίβει. Είχε γίνει άφαντος όμως. Τελικά πήγαμε μαζί στο αστυνομικό τμήμα να κάνω δήλωση απώλειας και όλα τα σχετικά. Η κοπέλα ήταν Αλβανή δεύτερης γενιάς και την ευχαριστώ πολύ, που μου στάθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μπορώ να πω πως εκείνη ήταν πιο ταραγμένη από μένα, γιατί υπήρξε μάρτυρας της σκηνής. Στην αρχή μάλιστα νόμιζε ότι παίζαμε με εναγκαλισμούς μέχρι που με είδε πεσμένη κάτω και αυτόν να φεύγει τρέχοντας. Εγώ και πάλι είχα χάσει επεισόδια. Όπως με τον άγνωστο του παραθύρου. Ο δρόμου και ο παραθύρου, και οι δύο φαντομάδες!
          Τώρα όμως είχα υποστεί επιπλέον και σωματική βία. Μετά από δέκα χρόνια υπήρξε μία εξέλιξη, δυστυχώς όχι προόδου. Μεταξύ άλλων, δήλωσα στους αστυνομικούς ότι δεν μπορώ να ζω με φόβο. Παραδέχτηκαν ότι έτσι έχει η κατάσταση και πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτά τα δεδομένα. Τους έκανε εντύπωση η ψυχραιμία μου, συζητήσαμε λίγο και επέστρεψα σπίτι μου με τα πόδια. Μόνη.
          Άρχισα να σκέφτομαι όλη την ημέρα σε αντίστροφη φορά βήμα βήμα και οι μικρές λεπτομέρειες που μου έρχονταν στο μυαλό έκαναν τη διαφορά. Πράγματα ή λογισμοί που άλλοτε περνούν τελείως αδιάφορα είχαν συμβεί όλα μαζί σαν σημάδια. Ένα σχόλιο για την τσάντα μου από μία άγνωστη, φωτογράφισα ένα γκραφίτι και σκέφτηκα θέμα για το περιοδικό – πάει η φωτογραφική. Εκείνη τη στιγμή αστραπιαία μου πέρασε από το νου ότι κάποιος θα μπορούσε να με κλέψει, έβαλα την τσάντα από την εσωτερική πλευρά του πεζοδρομίου κατεβαίνοντας την Περικλέους, σκεφτόμενη το ίδιο πράγμα. Δεν τις κάνω συχνά αυτές τις σκέψεις. Δεν μπορώ να ζω με φόβο. Η χρηματική ζημιά επίσης δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη, και μάλιστα σε τέτοιους καιρούς! Ποιος είναι άλλωστε υπεράνω χρημάτων! Ευτυχώς δεν είχα μαζί μου πολλά χρήματα. Είχα, όμως, δύο ζευγάρια γυαλιά μυωπίας, κινητά κτλ. Με πόνεσαν η φωτογραφική, το σημειωματάριό μου με σκέψεις δύο ετών και τα ντοκουμέντα μου. Ήμουν από το μεσημέρι έξω για δουλειές, τα χρειαζόμουν και αναγκαστικά τα είχα μαζί μου. Το σημειωματάριο εκτός από συναισθηματικής αξίας απώλεια αντιπροσωπεύει καθαρά χαμένο χρόνο. Έγραφα εκεί στις αναμονές, για να κερδίσω χρόνο. Πάει το σημειωματάριο, πάει και ο χρόνος. Ψευδαίσθηση! Τελικά όλη μας η ζωή είναι ό,τι συγκρατεί η μνήμη, στιγμές.
        Την επομένη αναλογιζόμουν τις ομοιότητες και τις διαφορές των δύο περιστατικών με χρονική απόσταση δεκαετίας. Μέσα έξω από το σπίτι, μικρή μεγάλη πόλη, η ληστεία σε συμβολικό επίπεδο είναι η ίδια. Όσοι εισβάλλουν στο χώρο σου ληστεύουν την αίσθηση ασφάλειας που αισθάνεσαι και την εξανεμίζουν. Έτσι αναπτύσσονται, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, οι αστικές νευρώσεις. Στα Γιάννενα μού έκανε επιπλέον εντύπωση το γεγονός ότι δε βγήκε ούτε ένας γείτονας στο μπαλκόνι όταν φώναξα τόσες φορές. Σε άλλες περιπτώσεις ήξεραν να μου χτυπούν την πόρτα και ήξεραν επίσης ότι ήμουν μία φοιτήτρια που έμενε μόνη. Τότε ακόμα ίσως και η μοναδική σε εκείνο το σημείο της γειτονιάς. Δεν άκουσαν ή ο φόβος τού πού να μπλέκω τώρα;! Ακόμα αναρωτιέμαι και το αφήνω ανοιχτό.
          Και τι πρέπει να κάνουμε δηλαδή; Να μαντρωθούμε στο σπίτι; Αυτά μπορούν να συμβούν όλες τις ώρες. Αυτός είναι από μόνος του ένας βιασμός: Ο φόβος! Και η βία σε όλες τις μορφές πατάει στην ανοχή για να ανθίσει, από την ενδοοικογενειακή έως την πολιτική. Δεν υπάρχει πλέον έννοια πρόκλησης. Επίσης, γνωρίζω πολύ κόσμο με νευρώσεις και διάφορες φοβίες, που φοβάται συνέχεια, ακόμα και τους θορύβους του σπιτιού. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Επιμένω. Όταν κάποιος φοβάται, φοβάται οτιδήποτε και οποτεδήποτε. Δεν κλείνει ο διακόπτης τη μέρα και ανοίγει τη νύχτα, παραμένει διαρκώς ανοιχτός και ενίοτε γίνεται και παράλογος. Ο φόβος μπορεί να γίνει ψύχωση και να διευρυνθεί σε οποιαδήποτε καθημερινή, φαινομενικά ανώδυνη και συνηθισμένη ενέργεια. Ξεπερνάει το ένστικτο της επιβίωσης, εξελίσσεται σε φόβο του φόβου και γίνεται εφιαλτικός λαβύρινθος χωρίς διέξοδο.
          Τι να φοβηθώ; Το σπίτι μου; Τη γειτονιά μου; Την πόλη μου; Θα τα φοβάμαι όλα στο τέλος. Τους ξένους γιατί είναι ξένοι, τον εαυτό μου, την ανάσα μου, τη σκιά μου. Μένω δίπλα σε αλσύλλιο. Εκεί, λοιπόν, τα βρίσκει κανείς όλα, επιδειξίες, πριν κάποια χρόνια κυκλοφορούσε ένας βιαστής με κατσαβίδι, διακινητές στο ίδιο σημείο που μετά κάποιοι άλλοι κάνουν ασκήσεις Τάι Τσι – μοιάζει με χορό και θυμίζει κολύμπι στον αέρα. Ηλικιωμένοι ακόμα βολτάρουν και λιάζονται σαν γάτες στα παγκάκια, παιδιά τρέχουν με ποδήλατα, άνθρωποι βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους, νεαροί αθλούνται και ερωτευμένα ζευγάρια μυρίζουν χαμένη αθωότητα και ξεγνοιασιά.
          Είναι μία μικρογραφία της κοινωνικής σούπας που τα χωράει όλα. Λίγο πιο πέρα στεκόμαστε και εμείς. Μπορούμε να επιλέξουμε αν θα μείνουμε φοβισμένοι παρατηρητές ή αν θα βουτήξουμε να κολυμπήσουμε. Από μία τέτοια βουτιά μού έμεινε για δυο τρεις μέρες ένας πόνος στο πίσω μέρος του κεφαλιού και στο λαιμό. Μία ιδέα ελαφρού στραγγαλισμού. Τέλος πάντων. Κολυμπάω ακόμα. Ας μην κάνουμε αρνητικές σκέψεις! Δεν βοηθούν κανέναν. Υγεία να έχουμε. Ευτυχώς δε συνέβη κάτι χειρότερο και μου έμειναν τα κλειδιά. Μπόρεσα να μπω στο σπίτι μου! Δεν είναι λίγο. Και βγήκα ζωντανή, βέβαια.
        Δε μου αρέσουν, άλλωστε, οι υπερβολές. Ένας επιδέξιος κλέφτης ήταν, που ήθελε την τσάντα μου και ήξερε πώς να την πάρει. Στόχο είχε να με ακινητοποιήσει, όχι να με πονέσει. Τα άλλα ήταν αναγκαστικές παράπλευρες απώλειες. Ας αφήσουμε κατά μέρος την «τακτοποιημένη» παθολογία όποιου έχει έννοια πώς να εντοπίσει μία λεία, κατά προτίμηση γυναίκας ή ηλικιωμένης/ου, για να της ασκήσει βία επιτιθέμενος πισώπλατα. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει καταγεγραμμένη ανάλογη κατηγοριοποίηση στο Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη του Ηλία Πετρόπουλου ή αν τότε οι συγκεκριμένες δεξιότητες δε συμπεριλάμβαναν οπωσδήποτε βία. Το να μείνει, πάντως, το θύμα ανέγγιχτο, έστω χάνοντας ανύποπτα κάτι, είναι αυτό που θα ονόμαζαν οι επαγγελματίες «καθαρή δουλειά». Από εκεί και πέρα τα κατάγματα, οι κλοτσιές και οτιδήποτε οδηγεί το θύμα στο νοσοκομείο ή, χειρότερα, στον άλλον κόσμο αποτελούν από κακό ερασιτεχνισμό έως κομμάτι μίας μπρουτάλ σάγκα μίας εξίσου ωμής εποχής. Ολοκληρώνω με μία ευχή προφυλακτικά αποτρεπτική, ας είναι καλά και αυτός και όλοι μας και να μην τον ξαναδώ πίσω μου!