Στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση, εκεί όπου η γραφειοκρατία αγκαλιάζει τον πολίτη με στοργή… πνιγμού, κατοικοεδρεύουν οι υπάλληλοι της κομματικής τιμής. Όχι της δημόσιας ευθύνης – αυτή, αν βρισκόταν σε ράφι, θα είχε ξεπεράσει την ημερομηνία λήξης.
Αυτοί οι «λειτουργοί» δεν υπηρετούν το Σύνταγμα, ούτε τη δημόσια διοίκηση. Υπηρετούν τη γραμμή. Τη γραμμή του κόμματος, του πολιτικού, του τάδε βουλευτή ή και της παρέας του καφενείου, αν έχει κομματική κάρτα.
Στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση η γραφειοκρατία συναντά το μεταφυσικό, εντοπίσαμε νέα ρεύματα σκέψης: τις Θεοκρατικές Απόψεις του Δημοσίου Υπαλλήλου. Πρόκειται για ένα συνδυασμό παλαιοκομματικής αφοσίωσης και πνευματικής απογείωσης.
Ο νόμος λέει ένα πράγμα, η λογική λέει άλλο, αλλά το κόμμα;
Αν δεν είσαι «του χώρου», η αίτησή σου διαβάζεται ανάποδα, σαν μαύρη μαγεία. Η γραμματέας θα σε κοιτάξει όπως κοιτά κανείς έναν αιρετικό. Και θα σου ψιθυρίσει, με ιερή προφορά:
«Δυστυχώς... δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Είναι θέμα ανωτέρας κομματικής βούλησης.»
Και εσύ, άπιστε, θα περιμένεις το θαύμα. Που δεν θα έρθει.
Οι υποθέσεις που κατατίθενται, θεωρούνται δημόσιο αγαθό – κυρίως για φίλους, συγγενείς, και κομματικούς συνοδοιπόρους. Εμπιστευτικά έγγραφα ταξιδεύουν σαν περιστέρια με σημειώματα, φτάνοντας ως το παγκάκι έξω από το ΚΕΠ.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με το απόρρητο είναι εντελώς συμπτωματική και απολύτως ανεπιθύμητη.
Στο γραφείο του προϊσταμένου, επικρατεί κατανυκτική σιωπή. Οι αποφάσεις δεν βγαίνουν βάσει νόμου, αλλά με θεία έμπνευση, αφού προηγηθεί προσευχή και τηλέφωνο στο κόμμα. Αν έχεις τύχη, θα πάρεις απάντηση μετά τη νηστεία των Χριστουγέννων.
Κι αν ρωτήσεις γιατί καθυστερεί η υπόθεσή σου;
«Δεν είναι ακόμα η ώρα του Κυρίου – και του Κόμματος.»
Το δημόσιο πλέον λειτουργεί με όρους πίστης. Πίστη στο κόμμα, στον κομματάρχη, στον συντονιστή, στον «άνθρωπό μας». Η αξιοκρατία είναι αίρεση. Η ευσυνειδησία, αμαρτία.
Το κόμμα λέει ποιος θα εξυπηρετηθεί και ποιος όχι. Ποιος είναι «δικός μας» και ποιος είναι «ύποπτος». Και εκεί αρχίζει το μεγάλο δημόσιο θέατρο. Ο πολίτης ζητάει, ο υπάλληλος κοιτάει τον τοίχο, σηκώνει τα φρύδια και ψελλίζει το ιερό mantra:
«Είναι πολιτικό το θέμα…»
Όμως το καλύτερο δεν είναι αυτό. Το καλύτερο είναι η διαρροή. Εκεί που ο φάκελος σου είναι πιο ευάλωτος από φανελάκι σε παζάρι.
Πας να καταθέσεις μια αίτηση και μέσα σε δύο ώρες τη γνωρίζει:
– Ο κομματικός σύμβουλος του αντιπεριφερειάρχη
– Ο τοπικός κομματάρχης
– Η ξαδέρφη του δημοτικού συμβούλου
– Και φυσικά, η κυρα-Κατίνα που "τα μαθαίνει όλα" απ' τον σύζυγο της υπαλλήλου, "αλλά μη το πεις πουθενά".
Υποθέσεις που υποτίθεται πως είναι εμπιστευτικές, γίνονται θέμα σχολιασμού στο κυλικείο. «Έμαθες ποιος κατέθεσε καταγγελία;» «Τον είδα να μπαίνει στο γραφείο του τάδε… κάτι ετοιμάζει, μαθαίνω.» Κι αν τύχει και είσαι απέναντι από τον κομματικό σωλήνα; Ετοιμάσου: ο φάκελός σου δεν θα εξεταστεί, θα ανακριθεί – σε επίπεδο παρέας.
Η δημοσιοϋπαλληλική δεοντολογία μετατρέπεται σε σουρεαλιστικό ανέκδοτο. Το «υπηρετούμε το δημόσιο συμφέρον» γίνεται «υπηρετούμε ό,τι εξυπηρετεί εμάς».
Η Αποκεντρωμένη, βλέπεις, είναι μια μεγάλη οικογένεια. Απλώς, για να σε θεωρούν συγγενή, πρέπει να έχεις το σωστό χρώμα. Όχι αίματος – κόμματος.