Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει και την Ιστορία και της μεθόδους της γείτονος, και όφειλε από την αρχή της θητείας της να σταθεί με μεγαλύτερη πυγμή απέναντι στην Τουρκία. Αντί γι’ αυτό, με τη λεγόμενη Διακήρυξη των Αθηνών και την επίμονη προβολή του αφηγήματος της «ηρεμίας», έστειλε στην Άγκυρα ένα μήνυμα αδικαιολόγητης επιείκειας. Η προσπάθεια εξωραϊσμού της τουρκικής εικόνας, σε περίοδο που η Τουρκία δεν έχει κάνει ούτε ένα βήμα πίσω σε ζητήματα όπως το casus belli, οι υπερπτήσεις και η αμφισβήτηση της κυριαρχίας νησιών, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα.
Ακόμα πιο προβληματικό είναι ότι αυτή η πολιτική συνοδεύτηκε από το άνοιγμα του δρόμου για τη συμμετοχή της Τουρκίας σε ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης εξοπλισμών. Όταν ένας γείτονας διατηρεί ρητορική και πρακτικές που στρέφονται ευθέως κατά της σταθερότητας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν είναι λογικό ή εθνικά συμφέρον να διευκολύνεται η πρόσβασή του σε εργαλεία που ενισχύουν τη στρατιωτική του θέση και την οικονομία του.
Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται σε ευχές και επικοινωνία, αλλά στις σταθερές αρχές της αποτροπής και της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, χωρίς αμφισημίες. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να στηριχθεί σε… πονταρίσματα επίδειξης καλής θέλησης από μια χώρα που εδώ και δεκαετίες αποδεικνύει πως αντιλαμβάνεται τη διπλωματία ως προέκταση της ισχύος της.
Η χώρα μας χρειάζεται ενίσχυση της αμυντικής ικανότητάς της, σύναψη συμφωνιών και έναρξη συνεργασιών με πραγματικούς συμμάχους, καθώς και την προς όλους εκπομπή του μηνύματος ότι οι απειλές δεν μένουν αναπάντητες. Η ειρήνη δεν εξασφαλίζεται με αερολογίες, αλλά με αξιοπιστία και δύναμη. Αν θέλουμε «ήρεμα νερά», πρέπει να είμαστε σε θέση να τα επιβάλουμε.
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»
