21 Μαρτίου 2017

Εκκίνηση εφαρμογής της «ρήτρας νησιωτικότητας» σε ευρωπαϊκό επίπεδο



Τη Παρασκευή 17/3 έγινε στις Βρυξέλλες συνάντηση εμπειρογνωμόνων για την εξέταση των χωρικών επιπτώσεων που θα έχει η αναμόρφωση της οδηγίας 59/2000 που αφορά στη διαχείριση των αποβλήτων των πλοίων στα λιμάνια. Βασικός στόχος της οδηγίας είναι να περιορίσει κάθε είδος αποβλήτων των πλοίων που απορρίπτονται στη θάλασσα και πρώτα υποβαθμίζουν τη ποιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τη θαλάσσια βιοποικιλότητα ενώ επηρεάζουν καθοριστικά και τη ποιότητα των παράκτιων ζωνών.
Στη συνάντηση βρέθηκαν εκπρόσωποι του εφοπλιστικού κλάδου, εκπρόσωποι των λιμανιών, εκπρόσωποι από τη πλευρά του περιβάλλοντος και εκπρόσωποι των περιφερειών με στόχο η κάθε ομάδα εμπλεκόμενων να υποστηρίξει τις απόψεις της «δικής» του ομάδας. Ο υπογράφων είχε κληθεί ως ειδικός στα θέματα νησιών με δεδομένο το πόσο σημαντικό είναι για τις δραστηριότητες των νησιών (τουρισμό, αλιεία, υδατοκαλλιέργειες, αφαλατώσεις) η καθαρότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

Αν και η οδηγία είναι σε εφαρμογή εδώ και 17 χρόνια και αφορά χωρίς εξαίρεση ΟΛΑ τα λιμάνια (από τον Πειραιά μέχρι το Καστελόριζο) και ΟΛΑ τα σκάφη (από τα τάνκερ μέχρι τα ψαράδικά και τα ιστιοπλοϊκά), ελάχιστη συζήτηση έχει γίνει στη χώρα μας. Χωρίς να σημαίνει ότι οι άλλες χώρες βρίσκονται στο επιθυμητό επίπεδο ενσωμάτωσης της οδηγίας όπως φάνηκε στη συζήτηση (άλλωστε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν διαθέτει τα στατιστικά στοιχεία εκείνα που θα επέτρεπαν τα τεκμηριώσει τη μία ή την άλλη άποψη), η Ελλάδα, όπως συχνά συμβαίνει, δεν είναι σε θέση να  δώσει μια απάντηση για το πώς έχει εφαρμοστεί η πολιτική και που φαίνεται να προσκρούει. Στη παρατήρηση μας ότι η Ελλάδα, με την τόση μεγάλη παράκτια ζώνη και τα πολλά νησιά, δεν μπορεί παρά να δυσκολεύεται στην εφαρμογή της οδηγίας λόγω και έλλειψης πόρων και δεν είναι δυνατόν να προβλέπονται πολιτικές χωρίς αντίστοιχους πόρους, η εκπρόσωπος της Επιτροπής δεν είχε να δώσει κάποια απάντηση. Από αυτό φαίνεται ότι η χώρα μας δεν έχει αναδείξει το πρόβλημα που συνεχίζει να χειροτερεύει αφού εκτός από την αυξημένη κίνηση πλοίων κάθε είδους στα λιμάνια μας υπάρχει και η αυξημένη διέλευση σκαφών από τον Εύξεινο Πόντο στο Αιγαίο, στο Λιβυκό και στην Αδριατική. Χωρίς βέβαια να υπολογίζουμε και την επιβάρυνση των θαλασσών μας και των παραλιών μας από το μεταναστευτικό και τις αντικειμενικές δυσκολίες διαχείρισης που υπάρχουν.

Στη συζήτηση φάνηκαν μια σειρά από αδυναμίες της υφιστάμενης οδηγίας όπως πχ. ασάφεια σε πολλές διατυπώσεις που άφηνε το περιθώριο στα κράτη μέλη να την  εφαρμόσουν διαφορετικά, ελλείψεις στις υποδομές για τις διαφορετικές κατηγορίες αποβλήτων, στην έλλειψη διαχείρισης από τη πλευρά των λιμανιών μέχρι και τις υπερβολικά υψηλές χρεώσεις από τις εταιρείες αποκλειστικής διαχείρισης αποβλήτων για λογαριασμό των λιμανιών. Η διάσταση αυτή καλύπτεται από την διαδικασία της συνολικής εκτίμησης επιπτώσεων που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να υλοποιεί για κάθε πολιτική που εφαρμόζει.

Σημαντικό ενδιαφέρον είχε και η συζήτηση σε ότι αφορά στη χωρική διάσταση της εφαρμογής της οδηγίας, αφού για πρώτη φορά η ΓΔ Περιφερειακής Ανάπτυξης (DGREGIO)εφαρμόζει τη προσέγγιση αυτή στο πλαίσιο της Πολιτικής Συνοχής. Φαίνεται να αναγνωρίζεται σιγά-σιγά ότι η Πολιτική Συνοχής δεν μπορεί να εξαντλείται στις χρηματοδοτήσεις των διαρθρωτικών ταμείων, αλλά θα πρέπει να εξετάζει τα «έμμεσα» κόστη και γενικότερα ευρύτερες αρνητικές συνέπειες που δημιουργούν οι κλαδικές πολιτικές όπως αυτή του ανταγωνισμού, των μεταφορών, της ενέργειας, της αγροτικής ανάπτυξης, του περιβάλλοντος κλπ.

Ειδικότερο ενδιαφέρον είχε το γεγονός ότι λόγω της ιδιομορφίας της οδηγίας που έχει εφαρμογή στον παράκτιο χώρο, στη διάκριση όχι μόνο μεταξύ μεγάλων και μικρών λιμανιών, αλλά μεταξύ λιμανιών στη χερσαία και στη νησιωτική Ευρώπη. Όπως συχνά συμβαίνει, οι συμμετέχοντες δεν ήταν σε θέση να «καταλάβουν» τι διαφορετικό έχει ένα μικρό λιμάνι στην ηπειρωτική χώρα σε σύγκριση με το αντίστοιχο στη νησιωτική. Χρειάστηκε προσπάθεια για να γίνει κατανοητό ότι στην ηπειρωτική περιοχή μπορούν να συγκεντρωθούν λιμενικές λειτουργίες σε λιγότερα σημεία και να κατασκευαστούν οι ανάλογες υποδομές, ενώ στο νησιωτικό χώρο χρειάζεται λιμάνι σε κάθε νησί, ανεξάρτητα του μεγέθους του και μάλιστα με πολλές λειτουργίες. Παράλληλα έπρεπε να υπογραμμιστεί ότι σε πολλά νησιά οι λιμενικές εγκαταστάσεις είναι μικρές λόγω έλλειψης χώρου και χρημάτων και επομένως είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν χωριστές λειτουργίες, κατάλληλες υποδομές.Επιπλέον, συχνά απουσιάζουν όχι απλά οι διαχειριστέςδιαφορετικών ροών απορριμμάτων, αλλά και οι βασικές λειτουργίες του λιμανιού όχι μόνο λόγω έλλειψης προσωπικού αλλά και αυτής καθ’αυτήςτης απουσίας λιμενικής αρχής (Λιμενικού Ταμείου) αρμόδιας για τη παρέμβαση.

Όμως το πρώτο βήμα φαίνεται ότι έγινε από την DGREGIOστην εφαρμογή της μεθοδολογίας ΤΙΑ που ανοίγει το δρόμο στην εφαρμογή της ρήτρας νησιωτικότηταςκαι κατ’ επέκταση η διεύρυνση του πεδίου της εφαρμογής της Πολιτικής Συνοχής. Επίσης πληροφορηθήκαμε ότι η Επιτροπή των Περιφερειών έχει εδώ και αρκετούς μήνες να εφαρμόζει πιλοτικά την ίδια μεθοδολογία με αξιόλογα αποτελέσματα. Και από τις πληροφορίες που υπάρχουν θα υπάρξει και συνέχεια.

Οι εξελίξεις αυτές φαίνεται να συμβαίνουν χωρίς η οι εκπρόσωποι της χώρας μας στα διάφορα foraνα έχουν αντιληφθεί τη σημασία τους παραμένοντας «προσδεδεμένοι» στη διεκδίκηση πρόσθετων πόρων από την Ευρώπη, αντί της διεκδίκησης ολοκληρωμένης πολιτικής συνοχής. Αλλωστε τέτοιοι πόροι δεν υπάρχουν στην παρούσα κατάσταση πέρα από αυτούς που η χώρα έχει λάβει με τη κατανομή του προϋπολογισμού το 2012, ενώ –ακόμη και αν η χώρα μας λάβει πρόσθετους πόρους από την ενδιάμεση αξιολόγηση λόγω της κρίσης- είναι ξεκάθαρο ότι η όποια διεκδίκηση πρέπει να στρέφεται στην εθνική αρχή που κάνει και την κατανομή.

Όμως και αυτή η διεκδίκηση έχει όρια αφού ούτε οι μηχανισμοί υλοποίησης μπορούν να απορροφήσουν περισσότερους πόρους, ούτε ο υπάρχον αναπτυξιακός σχεδιασμός σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο εξασφαλίζει την αποτελεσματική τους χρήση. Αντίθετα φαίνεται ότι η εφαρμογή της διαφοροποίησης των κλαδικών πολιτικών μέσα από την εφαρμογή της «ρήτρας νησιωτικότητας» πρέπει να προχωρήσει άμεσα.

Όπως οφείλει να σταματήσει η αξιολόγηση των πολιτικών με βάση την απορρόφηση πόρων και να ξεκινήσει η αξιολόγηση με βάση αποτελέσματα και τις επιπτώσεις στην βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας και ειδικά των νησιών της μέσα από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας τους και της ελκυστικότητας τους.


Γιάννης Σπιλάνης